Tuesday, 29 September 2015

Οι κακοδαιμονίες του πολυπόθητου μετώπου

Το Σάββατο της 26ης Σεπτεμβρίου ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Αναστοχασμός και Συγκρότηση» στην ιστοσελίδα iskra. Όπως όλα τα κείμενα και τα βιβλία του Π. Παπακωνσταντίνου, έτσι και το τελευταίο του πόνημα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον. 

Προσωπικά συμφωνώ απολύτως σε ό,τι αφορά στα διδάγματα που μας έδωσαν ανάλογες λαϊκές εξεγέρσεις στο παρελθόν, όπως η εποποιία του Μάη του ’68 στη Γαλλία. Επίσης συνυπογράφω τις διαπιστώσεις του συγγραφέα που σχετίζονται με τα λάθη και τις αστοχίες της ΛΑ.ΕΝ. καθώς και με το ότι η είσοδος της τελευταίας στη βουλή όχι μόνο δεν θα άλλαζε ριζικά τους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς, αλλά πιθανότατα να έκρυβε και τα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει το πολιτικό σχήμα στο οποίο συμμετέχει. Παραθέτω, μάλιστα, αυτούσιο το αντίστοιχο απόσπασμα ώστε να μην αδικήσω τον Παπακωνσταντίνου: «Θα μπορούσαμε, βέβαια, να είχαμε καλύτερη επικοινωνιακή παρουσία και να είχαμε αποφύγει κάποια λάθη- ιδιαίτερα στην προβολή της ριζοσπαστικής, εναλλακτικής μας πρότασης και στην ταλάντευση που εμφανίζαμε αναφορικά με την έξοδο από την ευρωζώνη. Με λίγο καλύτερη προσπάθεια θα μπορούσαμε να έχουμε μπει στη Βουλή, φτάνοντας το 3,5% ή και το 4%. Κάτι τέτοιο θα μας έφερνε, βέβαια, σε πολύ καλύτερη θέση εκκίνησης, ενόψει της μακράς διαδρομής που έχουμε μπροστά μας, αλλά δεν θα άλλαζε δραματικά τη μεγάλη εικόνα. Ίσως μάλιστα να έκρυβε τα πραγματικά προβλήματα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε».

Ας μου επιτραπεί εδώ ένα δικό μου σχόλιο ως συνέχεια των παραπάνω συμπερασμάτων: Μια είσοδος της ΛΑ.ΕΝ. στη βουλή, από τη στιγμή μάλιστα που είναι καθολικά αποδεκτό ότι δεν είχε προοπτική διεκδίκησης της κυβερνητικής εξουσίας, θα παγίωνε τις γραφειοκρατικές και συγκεντρωτικές δομές και λογικές που την διέπουν ως πολιτικό σχήμα και θα την αποκρυστάλλωνε ως ένα νέο ΚΚΕ μέσα στο κοινοβούλιο. Για την ιστορία και κυρίως για να μην φανεί ότι διολισθαίνω σε μετεκλογικές «μνησικακίες» (όπως λέει ο Π. Παπακωνσταντίνου) θυμίζω ότι  την καθαρά κλειστή και πυραμιδική, παλαιοκομματικού τύπου, οργανωτική δομή της ΛΑ.ΕΝ. την έχουν στηλιτεύσει  μετεκλογικά (είτε άμεσα και απερίφραστα, είτε έμμεσα) τα ίδια τα στελέχη της. Πάλι για νη μην μιλάω στον αέρα παραθέτω ακριβώς τι έγραψαν οι:

1) Δημήτρης Μπελαντής
  • «Ο αντιπολιτευτικός συριζικός λόγος και πράξη, όπως εκφράσθηκε μέσα από την ΛΑΕ, δεν υπήρξε καθόλου ελκτικός. Όταν οι μηχανισμοί και η σταλινίζουσα γραφειοκρατία μπαίνουν μπροστά από τον προγραμματικό λόγο και δεν έχουν/παρουσιάζουν καμία ζωντάνια, γιατί να επιλεγεί ο αντιμνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ στην θέση του μνημονιακού ; Ζούμε ένα νέο 1989, όπου οι αντιπολιτεύσεις τάσεις δοκιμάζονται και καταρρέουν μαζί με τον κορμό της Αριστεράς.» (22/09 – κείμενο 7 σημείων δημοσιευμένο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης)
  • «Δεν αρκεί να καταλάβουν το λάθος τους λόγω της εφαρμογής των Μνημονίων . Χρειαζεται από τις πραγματικές και ενεργές αριστερές δυνάμεις -όπως η ΛΑΕ αλλά και η Ανταρσύα- σοβαρή αυτοκριτική και στο πεδίο της προγραμματικής τεκμηρίωσης του άλλου δρόμου και στο πεδίο της συλλογικής και δημοκρατικής λειτουργίας, ένα πεδίο όπου εμείς ως ΛΑΕ θα μπορούσαμε να τα έχουμε πάει καλύτερα και ακόμη μπορούμε να κάνουμε μια συλλογική, δημοκρατική και αυτοργανωτική στροφή.Η δημοκρατία συνεπάγεται την συμμετοχή όλων μας και την ύπαρξη θεσμικών εγγυήσεων και όχι απλώς την συνεργασία των συνιστωσών και των πολιτικοοργανωτικών τους δικτύων-συχνά προβληματικών στην λειτουργία τους.» (κείμενο δημοσιευμένο στις 25/09)
2) Παναγιώτης Σωτήρης«Επιπλέον, η ηγεσία της Αριστερής Πλατφόρμας επέδειξε μεγαλύτερη καχυποψία απέναντι σε άλλες τάσεις από ό,τι έπρεπε και δεν μπόρεσε να αντιληφθεί τη σημασία που θα είχε μια εξαρχής ανοιχτόκαρδη απεύθυνση για συνδιαμόρφωση της Λαϊκής Ενότητας, με αποτέλεσμα να μην μπλεχτούν εξαρχής όλες ριζοσπαστικές τάσεις από το ΣΥΡΙΖΑ, να αποστασιοποιηθούν οι προερχόμενες από το ΚΚΕ αναζητήσεις, να δοθούν αφορμές σε κομμάτια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να επιμείνουν στην αναδίπλωση στη λογική του «αντικαπιταλιστικού πόλου». Ούτε δόθηκαν οι αναγκαίες εγγυήσεις ότι θα ήταν μια ανοιχτή και δημοκρατική διαδικασία απαλλαγμένη από τη γραφειοκρατική λογική μηχανισμών, που είχε στοιχειώσει το ΣΥΡΙΖΑ.» (κείμενο με τίτλο «Σκέψεις μετά από ένα αρνητικό εκλογικό αποτέλεσμα» δημοσιευμένο στις 24/09)


3) Δημήτρης Στρατούλης: «Η μάχη που χάσαμε είναι σημαντική και μας δημιουργεί μεγάλες πολιτικές δυσκολίες. Ωστόσο δεν χάσαμε τον πόλεμο και μπορούμε να αντεπιτεθούμε, αφού πρώτα συλλογικά και δημοκρατικά εντοπίσουμε και διορθώσουμε τα λάθη και τις αδυναμίες μας. Επομένως ανασυντασσόμαστε, ανασυγκροτούμαστε ως πολιτικός φορέας - μέτωπο με συμμετοχή, δημοκρατία, εξωστρέφεια και περνάμε στην αντεπίθεση με πολιτικές και κινηματικές πρωτοβουλίες, για την απόκρουση των εφαρμοστικών νόμων του 3ου μνημονίου, για τη στήριξη των μισθών, των συντάξεων και των δημόσιων δαπανών για κοινωνικές πολιτικές και για την αποτροπή των νέων φορομπηχτικών πολιτικών και του ξεπουλήματος του δημόσιου πλούτου της χώρας.» (άρθρο με τίτλο «ΑΝΑΣΥΝΤΑΣΣΟΜΑΣΤΕ, ΣΥΓΚΡΟΤΟΥΜΑΣΤΕ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΑ, ΠΕΡΝΑΜΕ ΣΤΗΝ ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ» δημοσιευμένο στις 24/09)

4) Πέτρος Παπακωνσταντίνου: «Αυτό που προέχει σήμερα είναι να ξεκινήσουν ανοιχτές διαδικασίες βάσης για την προγραμματική και οργανωτική μας συγκρότηση, που θα δώσει σταθερή μορφή και σχήμα στην προσπάθειά μας… Φιλοδοξούμε να αξιοποιήσουμε ό,τι θετικό έχουν να επιδείξουν όλες οι προηγούμενες αριστερές προσπάθειες (γιατί κάθε μια έχει βέβαια και τα θετικά της) μέσα σε μια νέα ποιότητα: ένα πολυφωνικό, πολιτικό μέτωπο με αναφορά στη μισθωτή εργασία και τη σοσιαλιστική προοπτική, με μάχιμη, εναλλακτική πολιτική πρόταση ρήξης για το σήμερα κι όχι για τη Δευτέρα Παρουσία, με ανοιχτή, δημοκρατική συγκρότηση, μακριά από γραφειοκρατικές ιεραρχίες και συναλλαγές «μικρών πολιτικών γραφείων». (το παραπάνω απόσπασμα βρίσκεται στο ίδιο το κείμενο που σχολιάζω) 

Συνεπώς από τις παραπάνω παραδοχές γίνεται σαφές ότι το υπάρχον οργανωτικό σχήμα της ΛΑ.ΕΝ δεν τιμά το όνομά της, καθότι ούτε ενωτικό, αλλά ούτε και λαϊκό είναι. Το γραφειοκρατικό δεν μπορεί να είναι ενωτικό και το «αποκλειστικά» αριστερό (το μερικό) εξ ορισμού δεν μπορεί να είναι λαϊκό (το όλον). Τη γραφειοκρατία στην ηγεσία της ΛΑ.ΕΝ. την εντόπισαν και την παραδέχτηκαν αρκετά από τα (πλέον προβεβλημένα) μέλη της. Την αντι-λαϊκή και διασπαστική της στάση σε ότι αφορά στην περιχαράκωση του αντι-κατοχικού αγώνα στο αριστερό κομμάτι της κοινωνίας, κόντρα σε ό,τι μας δίδαξε η επική ιστορία της εθνικής αντίστασης το 1941-1944, ούτε ο Παπακωνσταντίνου, αλλά ούτε και οι υπόλοιποι προαναφερθέντες την αντιλήφθηκαν. [1]


Το «αριστερό μέτωπο» ως συγκεκαλυμμένη επιστροφή στην «κυβέρνηση της Αριστεράς»


Επιστρέφουμε συνεπώς στο 2012-2013 και στην τακτική της «κυβέρνησης της Αριστεράς», ακόμη και αν η συζήτηση διεξάγεται αναγκαστικά με άλλους όρους και με άλλη μορφή. Το σύνθημα «κυβέρνηση της Αριστεράς», το οποίο τότε είχαν υπερασπιστεί όλοι οι παραπάνω, επανέρχεται με τη μορφή του αριστερού μετώπου (ενός σύγχρονου ενιαίου και όχι λαϊκού μετώπου δηλαδή). Αυτό είναι ο ορισμός της περιβόητης πια φράσης του Λένιν «Ένα βήμα εμπρός, δύο βήματα πίσω».

Τώρα πώς γίνεται το περιεχόμενο μιας τακτικής και ενός συνθήματος που ήταν εξαρχής αποπροσανατολιστικό, μυστικιστικό (χωρίς δηλαδή σαφείς επιστημονικές αναφορές) και εν τέλει από τα ίδια τα γεγονότα χρεοκοπημένο στη συνείδηση του κόσμου, να επιστρέφει στη πολιτική συζήτηση ως δεσπόζουσα προβληματική για τη συγκρότηση μετώπου, μου είναι προσωπικά αδιανόητο να το αντιληφθώ.

Δεν θα επαναλάβω την επιχειρηματολογία που ανέπτυξα όταν σχολίαζα το βιβλίο «Κυβέρνηση της Αριστεράς» [2] , ούτε θα επιδοθώ ξανά σε μια πολεμική απέναντι στις αντιλήψεις που θέλουν την τακτική του αντιφασιστικού Λαϊκού Μετώπου να έχει αποτύχει ιστορικά και να βρίσκεται σε αντιδιαστολή με την τακτική του προλεταριακού Ενιαίου Μετώπου [3], όπως έκανα στην ίδια προαναφερθείσα βιβλιοκριτική. Τα ζητήματα αυτά τα έχει κρίνει η ιστορία και η ετυμηγορία της είναι πεντακάθαρη σε όσους θέλουν να διαβάσουν. Απλά θα περιοριστώ σε μια αναφορά στο ΕΑΜ. Το ΕΑΜ δεν έβαζε ζητήματα αριστερού-δεξιού και αντιπάλευε τα οποιαδήποτε πιστοποιητικά πολιτικών φρονημάτων όταν επρόκειτο για την πραγματική ένωση του λαού κάτω από την σημαία της εθνικής ανεξαρτησίας, της λαϊκής κυριαρχίας και της κοινωνικής απελευθέρωσης απέναντι στον ξένο κατακτητή και τον εγχώριο δυνάστη. Γι’ αυτό και μεγαλούργησε.

Με άλλα λόγια η ένωση του λαού δεν γίνεται με ονοματοδοσίες, αλλά με την αξιοποίηση των πετυχημένων εμπειριών του παρελθόντος (ΕΑΜ στην Ελλάδα, Arditi del Popolo στην Ιταλία). Δεδομένου, λοιπόν, ότι τόσο ο Π. Παπακωνσταντίνου, όσο και το μεγαλύτερο τμήμα της ΛΑ.ΕΝ., δέχονται και χρησιμοποιούν τους όρους «αποικία χρέους» και «κατοχή» για να περιγράψουν την σχέση κυριαρχίας του χρηματιστικού κεφαλαίου επί της Ελλάδας, είναι αντιφατικό έπειτα να καλούν – αν φυσικά καλούν – τον κόσμο να αποκηρύξει πρώτα την πολιτική του ταυτότητα και μετά να παλέψει απέναντι στον κατακτητή και τον αποικιοκράτη.

Είναι αντιφατικό, επίσης, ένα σχήμα που λέγεται «Λαϊκή Ενότητα» και το οποίο ο Π. Παπακωνσταντίνου φιλοδοξεί να εξελιχθεί σ’ ένα «πολυφωνικό πολιτικό μέτωπο», να έχει «αναφορά στη μισθωτή εργασία και τη σοσιαλιστική προοπτική» ακόμη και αν έχει «εναλλακτική πολιτική πρόταση ρήξης για το σήμερα κι όχι για τη Δευτέρα Παρουσία» γιατί έτσι αναιρείται η μετωπική φυσιογνωμία της προσπάθειας και τελικά, παρά τις όποιες (αντίθετες) προθέσεις στα λόγια, γίνεται «μεγάλη ΑΝΤΑΡΣΥΑ» στη πράξη (ό,τι είναι μέσα σε εισαγωγικά είναι από το κείμενο του Παπακωνσταντίνου. Οι όποιες υπογραμμίσεις είναι του ίδιου συγγραφέα).

Πότε, άραγε, συγκροτήθηκε ισχυρό πολιτικό μέτωπο στη βάση του σοσιαλισμού;

1) Στο ιδρυτικό κείμενο του ΕΑΜ (1941) δεν υπήρχε ούτε μια αναφορά στο σοσιαλισμό ή στην αριστερά.

2) Το 1917 στη Ρωσία, στις «Θέσεις του Απρίλη», o Λένιν έγραφε κατηγορηματικά: «Όχι “εισαγωγή” του σοσιαλισμού, σαν άμεσο καθήκον μας, αλλά άμεσο πέρασμα μόνο στον έλεγχο της κοινωνικής παραγωγής και της διανομής των προϊόντων απομέρους των Σοβιέτ των Εργατών Βουλευτών» και αργότερα το Σεπτέμβρη του ίδιου έτους μέσω του έργου του «Η Καταστροφή που μας απειλεί και πως πρέπει να την καταπολεμήσουμε» δεν πρότεινε - σύμφωνα με τα λεγόμενά του- ούτε ένα σοσιαλιστικό μέτρο. Ένα μήνα αργότερα πραγματοποιήθηκε η ένδοξη Οκτωβριανή Επανάσταση δικαιώνοντας απόλυτα την τακτική του Λένιν. 

3) Το 1921 οι Arditi del Popolo στην Ιταλία, είχαν μέλη από όλο το πολιτικό φάσμα. Από Κομμουνιστές και αναρχικούς μέχρι Ρεπουμπλικάνους και Καθολικούς. Ως στόχο τους δεν είχαν τον σοσιαλισμό, αλλά να συντρίψουν το φασισμό. Ακριβώς, λοιπόν, επειδή ένωναν όλους τους δημοκράτες απέναντι στα σκυλιά του Μουσολίνι, ήταν το μοναδικό κίνημα που φοβόντουσαν οι φασίστες. [4]

Ακόμα και αν αγνοήσουμε τα παραπάνω ιστορικά γεγονότα, πιστεύουμε πραγματικά ότι, ως εκ θαύματος, ο λαϊκός κόσμος στην ελληνική κοινωνία μέσα στην σύγχυση που τον διακατέχει, από την μαζική και χρόνια παραπληροφόρησή του, και μέσα στην ανέχεια και τη βία της φτώχειας, της ανεργίας και της ανασφάλειας που βιώνει καθημερινά, θα αποτινάξει το βάρος του φορτίου που φέρει ιστορικά η λέξη σοσιαλισμός (ένεκα κυρίως του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού) και ανεπηρέαστος θα οργανωθεί σε ένα αριστερό και σοσιαλιστικό πολιτικό μέτωπο ; 

Τα ερωτήματα είναι σαφώς ρητορικά, αφού, τουλάχιστον, η ιστορία τα έχει απαντήσει, ανεξάρτητα αν επανέρχονται ξανά και ξανά στην ημερήσια διάταξη λόγω της διαχρονικής δογματικότητας και της ιστορικής «λήθης» που ταλανίζει τα κινήματα της αριστεράς.


Η αξία χρήσης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού


Δεν λέω φυσικά ότι η υπόθεση του Σοσιαλισμού-Κομμουνισμού είναι καταδικασμένη. Κάθε άλλο. Ο καπιταλισμός έχει προ πολλού εκπληρώσει τον ιστορικό του ρόλο δημιουργώντας όλες τις προϋποθέσεις για την μετάβαση της κοινωνίας «από την προϊστορία στην ιστορία της ανθρωπότητας» και από το «βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας». Η συνέχιση της ύπαρξής του στον σημερινό κόσμο είναι μια παρά φύσιν ιστορικά κατάσταση και ως εκ τούτου ευνοεί τις τερατογενέσεις. Υλοποιεί τα πιο αποτρόπαια και εφιαλτικά οράματα του Huxley και του Orwell. Όσο μεσουρανεί ο καπιταλισμός, και δη όταν αυτός περνά μια δομική κρίση, όπως η σημερινή, που φαίνεται ότι είναι αδύνατο να ξεπεραστεί χωρίς έναν παγκόσμιο πόλεμο ή μια επίθεση μέσω της λιτότητας που θα προσιδιάζει σε πόλεμο, η υπόθεση ενός πιο δίκαιου συστήματος κοινωνικής παραγωγής και διανομής θα παραμένει επίκαιρη.

Είναι, όμως, άλλο πράγμα ο σοσιαλισμός να είναι στρατηγικός στόχος ενός κόμματος και τελείως άλλο το να χρησιμοποιούμε τον ασαφή ιστορικά όρο του σοσιαλισμού (λόγω της πληθώρας των παραλλαγών του), ως να ήταν κάτι απόλυτα ξεκαθαρισμένο στο συλλογικό κοινωνικό φαντασιακό, για να συγκροτήσουμε πάνω του ένα εκ των πραγμάτων ιδεολογικά χρωματισμένο πολιτικό μέτωπο απέναντι στην επίθεση που δέχονται όλα τα λαϊκά στρώματα του ελληνικού πληθυσμού. Αριστερό μέτωπο, Κομμουνιστικό μέτωπο, Σοσιαλιστικό μέτωπο κ.ο.κ. που καλούνται να υλοποιήσουν καθήκοντα που αφορούν σ’ όλες τις εθνικές κοινωνικές τάξεις [5], είναι αριστοτελικές (και όχι διαλεκτικές) αντιφάσεις εν τοις όροις.

Ας πάρουμε για παράδειγμα το κορυφαίο αίτημα της μη-αναγνώρισης και συνολικής διαγραφής του δημοσίου χρέους. Όπως συνοψίζει γλαφυρότατα ο Lazzarrato

«Το χρέος είναι μια καθολική σχέση εξουσίας, αφού συμπεριλαμβάνει τους πάντες : ακόμη και όσοι είναι πολύ φτωχοί για να έχουν πρόσβαση σε δάνεια οφείλουν να πληρώνουν τόκους σε πιστωτές μέσω της αποπληρωμής του δημοσίου χρέους· ακόμη και οι χώρες που είναι πολύ φτωχές για να έχουν κράτος πρόνοιας οφείλουν να αποπληρώνουν τα χρέη τους. Η σχέση πιστωτή-οφειλέτη αφορά τον σημερινό πληθυσμό στο σύνολό του, αλλά κι εκείνους που έρχονται… Με τη γέννηση δεν μας κληροδοτείται πλέον το προπατορικό αμάρτημα αλλά το χρέος των προηγούμενων γενεών.» [6]

Ο φιλελεύθερος δημοκράτης, λοιπόν, που ξεκινώντας φυσικά από άλλη αφετηρία συγκλίνει ωστόσο στο ότι το χρέος πρέπει να διαγραφεί συνολικά, για να έχει μέλλον ο ίδιος, η χώρα και ο λαός, θα αποκλειστεί παρ’ όλα αυτά από το μέτωπο γιατί ο ίδιος δεν αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερός ; Και αν εκφράζεται από μια οργάνωση που ακολουθώντας τον Κέυνς και τον Βέμπλεν, επιδιώκει την έξωση των «απόντων ιδιοκτητών» και των «εισοδηματιών», δηλαδή των τραπεζιτών και των μεγαλομετόχων, από την οικονομία με την εθνικοποίηση των τραπεζών και τη χρησιμοποίηση του εθνικού νομίσματος - της νέας δραχμής στη περίπτωση μας- αποκλειστικά και μόνο για την τόνωση της παραγωγής προς όφελος των αναγκών της κοινωνίας. Θα αποκλειστεί και η οργάνωση αυτή από το μέτωπο ; Σημειωτέον καπιταλισμός χωρίς χρέη δεν υπάρχει. Η δημιουργία χρέους είναι εμπεδωμένη στο «DNA» του κεφαλαίου και αποτελεί τη δομή πάνω στην οποία στηρίζονται οι οικονομικές σχέσεις στον καπιταλισμό. [7] Συνεπώς η συνολική διαγραφή του δημοσίου χρέους σε συνδυασμό με την κοινωνικοποίηση της κεντρικής και των συστημικών τραπεζών, θα απειλήσουν τα ίδια τα θεμέλια του καπιταλιστικού συστήματος. Δοθέντων τούτων, θα χάσουν, λοιπόν, οι οργανώσεις της αριστεράς την ιστορική ευκαιρία να συσπειρώσουν όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο κάτω από το αίτημα της διαγραφής του χρέους, μόνο και μόνο γιατί υπάρχουν και δεξιοί, οι οποίοι βασιζόμενοι σε άλλες αναλύσεις, τελικά επιθυμούν το ίδιο ;

Για να καταλάβω τελικά: Στόχος του μετώπου θα είναι η υλοποίηση συγκεκριμένων προταγμάτων ή η πραγματοποίηση της «απόλυτης αλήθειας», του σοσιαλισμού ;   


Ο μεταμοντέρνος χεγκελιανός και ιδεαλιστικός σοσιαλισμός


Αν το ζήτημα του «αριστερού» αντι-αποικιακού αγώνα μας πάει πίσω στο 2012-2013, τότε το ζήτημα του σοσιαλισμού, ως «απόλυτης ιδέας», μας πάει πίσω, τουλάχιστον, στην εποχή των κλασσικών (19ο αιώνα), όταν διέσωσαν την επιστημονική διαλεκτική μέθοδο, που επινόησε ο Hegel, από την «συντηρητική» ιδέα της κατ’ ανάγκη ύπαρξης ενός συστήματος, στην οποία κατέφευγαν (και καταφεύγουν) οι φιλόσοφοι (ακόμη και ο ίδιος ο Hegel). Έλεγε, λοιπόν, ο Ένγκελς : 

« Μόλις θα έχουμε κάποτε κατανοήσει – και σ’ αυτή την κατανόηση στο κάτω-κάτω κανένας άλλος δεν μας βοήθησε τόσο όσο ο ίδιος ο Χέγκελ- ότι αν βάζουμε σαν καθήκον της φιλοσοφίας να λύνει όλες τις αντιφάσεις, αυτό δεν θα σήμαινε τίποτε άλλο από την απαίτηση ένας φιλόσοφος να κάνει τόσα όσα μπορεί να κάνει μονάχα ολόκληρη η ανθρωπότητα στην προοδευτική της εξέλιξη- μόλις θα το έχουμε κατανοήσει αυτό, τελειώνει όλη η φιλοσοφία με την ως τώρα σημασία της λέξης. Αφήνουμε στην ησυχία της την «απόλυτη αλήθεια» που είναι απρόσιτη απ’ αυτόν τον δρόμο και για τον καθένα ξεχωριστά και αντί γι’ αυτή κυνηγάμε τις προσιτές σχετικές αλήθειες από το δρόμο των θετικών επιστημών και της συνόψισης των συμπερασμάτων τους με τη βοήθεια της διαλεκτικής σκέψης.»  [8]

Συνεπώς, αν θέλουμε να μείνουμε συνεπείς με την επαναστατική και επιστημονική μέθοδο του διαλεκτικού υλισμού, οφείλουμε να προσεγγίσουμε τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό, όχι ως φιλοσοφικό σύστημα, ούτε ως ένα αφηρημένο ιδανικό, αλλά όπως το έκαναν οι Μαρξ και Ένγκελς : 
«Ο κομμουνισμός δεν είναι για μας μια κατάσταση πραγμάτων που πρέπει να εγκαθιδρυθεί, ένα ιδεώδες που σ’ αυτό θα πρέπει να προσαρμοστεί η πραγματικότητα. Ονομάζουμε κομμουνισμό την πραγματική κίνηση που καταργεί τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων. Οι όροι αυτής της κίνησης προκύπτουν από τις προϋποθέσεις που τώρα υπάρχουν.» [9]

Ή όπως η Λούξεμπουργκ σχολιάζοντας την Ρωσική Επανάσταση: 

«Η πρακτική πραγματοποίηση του σοσιαλισμού ως οικονομικού, κοινωνικού και νομικού συστήματος, μακριά από το να αποτελεί ένα σύνολο από έτοιμες συνταγές, πού δεν θα είχε κανένας παρά να τις εφαρμόσει, είναι μια υπόθεση πού βρίσκεται ολότελα στην ομίχλη του μέλλοντος. Εκείνο πού εμείς κα­τέχομε στο πρόγραμμά μας, είναι μόνον μερικοί γενικοί δείχτες, που σημειώνουν την κατεύθυνση προς την οποίαν πρέπει να αναζητηθούν τα μέτρα, πού εξ άλλου έχουν χαρακτήρα προπαντός αρνητικό. Ξέρομε πάνω-κάτω τί πρέπει να καταργήσομε για να ανοίξομε το δρόμο προς τη σοσιαλιστική οικονομία. Τί λογής όμως θα είναι τα χίλια - δυο συγκεκριμένα μεγάλα ή μικρά πρακτικά μέτρα, πού χρειάζονται για να μπουν σοσια­λιστικά θεμέλια στην οικονομία, στο δίκαιο, σε όλες τις κοινωνικές σχέσεις, αυτό δεν το λέει κανένα κομματικό πρόγραμμα και κανένα σοσιαλιστικό εγχειρίδιο. Αυτό δεν αποτελεί έλλειψη, αλλά αντίθετα πλεονέκτημα του επιστημονικού σοσιαλισμού εν σχέσει με τον ουτοπικό. Το σοσιαλιστικό κοινωνικό σύστημα δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι παρά μόνον ιστορικό προϊόν, γεννημένο από τη σχολή της πείρας κατά την ώρα των πραγματο­ποιήσεων, από την πορεία της ζωντανής Ιστορίας, πού όμοια με την οργανική φύση - όπου κι αυτή στο κάτω - κάτω ανήκει —έχει πάντα την καλή συνήθεια να δημι­ουργεί μαζί με μια πραγματική ανάγκη και τα μέσα για την ικανοποίησή της, μαζί με το πρόβλημα και τη λύση του». [10]

Τι μας λένε οι κλασσικοί και πιο ειδικά η Λούξεμπουργκ : «Το σοσιαλιστικό κοινωνικό σύστημα δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι παρά μόνον ιστορικό προϊόν, γεννημένο από τη σχολή της πείρας κατά την ώρα των πραγματο­ποιήσεων, από την πορεία της ζωντανής Ιστορίας…». Συνεπώς αν πρέπει να επιμείνουμε στον σοσιαλισμό-κομμουνισμό ως το όνομα της κοινωνίας πέρα από το κεφάλαιο, τότε θα πρέπει να δεχτούμε ότι το περιεχόμενο του όρου θα δοθεί μόνο μέσα από τον διαρκή και καθημερινό αγώνα για τα άμεσα αλλά και για τα στρατηγικά αιτήματα και μέσα από τις ζυμώσεις μεταξύ των ετερόκλητων πολιτικών κομμάτων που θα συναποτελούν τα μέτωπα πάλης απέναντι στις αντιφάσεις του καπιταλισμού. Όχι νωρίτερα, γιατί θα αποτελεί απλά μια εγκεφαλική κατασκευή, και φυσικά όχι ως a priori βάση του μετώπου, μιας και κάτι αφηρημένο δεν μπορεί να αποτελέσει κριτήριο συνεργασίας.  


Το μέτωπο ως το πεδίο ανάδειξης του σύγχρονου ηγεμόνα


Μιλάω, δε, για μέτωπα πάλης και αντιφάσεις έχοντας στο μυαλό μου την πιο πρόσφατη μελέτη του David Harvey, στην οποία συγκεντρώνει τις περισσότερες, αν όχι όλες, από τις αντιφάσεις κυρίως του κεφαλαίου, αλλά και του καπιταλισμού (17 στο σύνολο). [11]  

Από την ίδια την αντίφαση του χρήματος ως μέτρου της αξίας και ταυτόχρονα ως μέσου ανταλλαγής μέχρι την ζωντανή αντίφαση του κεφαλαίου (χρήματος που τίκτει χρήμα) ως αενάως αυτοεπεκτεινόμενης αξίας απέναντι στους πεπερασμένους πόρους του πλανήτη. Αν θέλουμε, λοιπόν, να προσεγγίσουμε θεωρητικά το ζήτημα, τότε, και με δεδομένο ότι ο καπιταλισμός είναι παγκόσμια αρθρωμένος και η λογική του (η εμπορευματοποίηση των πάντων και ο απόλυτος ανταγωνισμός δηλαδή) εισχωρεί σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης ύπαρξης, συνεπάγεται ότι οι αντιφάσεις του αναγκαστικά αφορούν σ’ ένα πλήθος κοινωνικών ομάδων, από οικολόγους, θετικούς επιστήμονες και φεμινίστριες μέχρι φιλελεύθερους κευνσιανιστές και κομμουνιστές και από νοικοκυρές, εργάτες, μικροεπιχειρηματίες και εντελώς άπορους μέχρι καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες.

Είναι φυσικό κάποιοι από όλους αυτούς να μην μπορούν από την κοινωνική του θέση, και να μην θέλουν από την παιδεία τους και από τη συνήθεια τους, να είναι αριστεροί, ούτε σοσιαλιστές (ό,τι και αν σημαίνει η αριστερά και ο σοσιαλισμός σε κάθε χώρα). Είναι εξάλλου αναφαίρετο δικαίωμά τους να αυτό-προσδιορίζονται. Η μετωπική, λοιπόν, συμπόρευση στη βάση των απτών και άμεσων προβλημάτων είναι μονόδρομος αν θέλουμε να εκφραστούν όλοι αυτοί οι άνθρωποι και να αγωνιστούν απέναντι στο κεφάλαιο. Μόνο στις γραμμές τέτοιων μετώπων το πολιτικό κόμμα που εντοπίζει στο κεφάλαιο την πηγή όλων των προβλημάτων, μπορεί να ξεχωρίσει και να αναδειχτεί στον σύγχρονο ηγεμόνα του έθνους, σύμφωνα με την ορολογία του Γκράμσι,[12] για να μετασχηματίσει την κοινωνία σε μια κατεύθυνση πιο δίκαιη, πιο ανθρώπινη, με γνώμονα την απελευθέρωση του ατόμου από την καταναγκαστική εργασία ώστε να αναπτυχθεί ελεύθερα όπως το ίδιο επιθυμεί.


Το μέτωπο ως ανάχωμα στην απόλυτη επικράτηση του φασισμού


Η ΛΑ.ΕΝ., λοιπόν, στην υφιστάμενη μορφή της απέχει πολύ από τις απαιτήσεις της συγκυρίας δυναμιτίζοντας εξαρχής κάθε προσπάθεια για τη δημιουργία του πολιτικο-κοινωνικού εκείνου μετώπου που άμεσα και σε πρώτη φάση θα συσπειρώσει όλα τα πολιτικά κόμματα και οργανώσεις, που έχουν στο πρόγραμμα τους την έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ, και ως ορίζοντά του θα έχει την εκπροσώπηση των (ολοένα αυξανόμενων από τις συνθήκες) τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας που θα πλήττονται από τις μνημονιακές πολιτικές και θα στρέφονται στην εύρεση του εναλλακτικού δρόμου. Αν οι οργανώσεις της αριστεράς και δη η ΛΑ.ΕΝ. εμείνουν πεισματικά στην αριστερή οριοθέτηση του μετώπου, τότε πολύ φοβάμαι ότι θα κάνουν την, ιστορικών διαστάσεων, γκάφα να χωρίσουν τις λαϊκές μάζες ιδεολογικά, όταν τα προβλήματα και τα συμφέροντά τους είναι, σε γενικές γραμμές, κοινά και έχουν να κάνουν με τον αντίκτυπο που συνοδεύει την ξένη κατοχή στη χώρας μας.

Αν δεν υλοποιηθεί η μετωπική συμπόρευση όλων εκείνων των δυνάμεων που αντιστρατεύονται εμπράκτως και συγκεκριμένα (σε επίπεδο προγράμματος και προταγμάτων) την ευρωζώνη και την ΕΕ, τότε η κλιμακούμενη φτωχοποίηση των λαϊκών τάξεων και η οργή που νομοτελειακά θα ακολουθήσει, θα διοχετευτεί σε αντιδραστικές και μαύρες λύσεις, όπως η Χρυσή Αυγή ή σε ένα εξίσου μισάνθρωπο και σκοταδιστικό κόμμα που υπηρετεί το χρηματιστικό κεφάλαιο (ας μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι ο φασισμός δεν εξαντλείται στην Χρυσή Αυγή).[13]

Καλό είναι, λοιπόν, να ξεμπερδεύουμε με ζητήματα που κινδυνεύουν να χάσουν την ιστορική τους σημασία, και να γίνουν θεολογικά δόγματα, ώστε να σχηματιστεί επιτέλους αυτό το πολυπόθητο και άμεσα αναγκαίο μέτωπο, στη βάση τριών, ελάχιστων, συγκεκριμένων και από-ιδεολογικοποιημένων προταγμάτων :

1.  Μη-αναγνώριση και διαγραφή του δημοσίου χρέους και σεισάχθεια (διαγραφή) των μικρομεσαίων ιδιωτικών χρεών.

2.   Έξοδος από την ευρωζώνη και από την Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να σταματήσει η μνημονιακή καταιγίδα και για να ανακτήσουμε την εθνική μας κυριαρχία, ως προϋπόθεση οποιασδήποτε πολιτικής υπέρ του λαού. 

3.  Δημοκρατία μέσα από νέο σύνταγμα, με νέους εκλογικούς νόμους βασισμένους στην απλή αναλογική και με την τιμωρία των ενόχων για την ελληνική τραγωδία ώστε να αποκατασταθεί το κοινό περί δικαίου αίσθημα.


Παραπομπές 

  


[1] Προσωπικά μου κάνει αλγεινή εντύπωση το γεγονός αυτό από την πλευρά του Πέτρου Παπακωνσταντίνου, ο οποίος από τις αναλύσεις και τις θέσεις που παρουσίασε στο προηγούμενο βιβλίο του, φαινόταν ότι είχε εντοπίσει το πρόβλημα των «αυταπατών» και των «προκαταλήψεων» της Αριστεράς (σε παρένθεση τα λόγια του ίδιου του Παπακωνσταντίνου). Οι προτάσεις του τότε (2013), παρά τον, λανθασμένο κατ’ εμέ, «αντιμονοπωλιακό» τους προσανατολισμό σε ζητήματα συγκρότησης μετώπου, πιστεύω ήταν περισσότερο προωθημένες από τις θέσεις που υιοθετεί ο συγγραφέας σήμερα περί ενός πολιτικού μετώπου με αναφορά στον σοσιαλισμό. Για περισσότερες λεπτομέρειες βλέπε «Η Μεγάλη Πρόκληση. Η Κρίση, η Αριστερά, η Εξουσία», σελίδες 32-39 και 83-84.   

[2]Αλέξιος Ξιφαράς. «Χρειάζεται ο τόπος μια κυβέρνηση της Αριστεράς ;». Δημοσιευμένο στις 04/03/14 στον ιστότοπο «Σεισάχθεια-Ε.ΠΑ.Μ» (καθώς και στο προσωπικό μου ιστολόγιο  http://alexiosxifaras.blogspot.gr/2014/03/blog-post_6.html).
[3] «Ένα ιδιαίτερο σπουδαίο καθήκον στην κινητοποίηση των εργαζόμενων μαζών στον αγώνα ενάντια στον φασισμό, είναι η δημιουργία ενός πλατειού αντιφασιστικού Λαϊκού Μετώπου πάνω στη βάση του προλεταριακού Ενιαίου Μετώπου. Η επιτυχία ολόκληρου του αγώνα του προλεταριάτου είναι στενά δεμένη με τη δημιουργία αγωνιστικών συμμαχιών του προλεταριάτου με την εργαζόμενη αγροτιά και την κύρια μάζα των μικροαστικών στρωμάτων της πόλης, που ακόμη και στις βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες, αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού.» Γκεόργκι Ντιμιτρόφ. «Ο Φασισμός». Εκδόσεις «Πορεία», 1975. Σελίδα 53.

[4] Tom Behan. “Arditi del Popolo. Η Ιστορία της πρώτης αντιφασιστικής οργάνωσης και η αποτρέψιμη άνοδος του Μπενίτο Μουσολίνι”. Εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2012. Σελίδες 88, 96, 99. 

[5] Για να προλάβω όσους αντιτείνουν ότι στις εθνικές τάξεις ανήκουν και οι αστοί, οπότε τα αριστερά-σοσιαλιστικά μέτωπα σωστά πράττουν και δεν επιθυμούν να εκφράσουν τα συμφέροντα όλων των εθνικών κοινωνικών τάξεων αρκεί να παραθέσω τις διεισδυτικές παρατηρήσεις των Μαρξ-Ένγελς (i, ii) και ένα δικό μου σχόλιο (iii) :  

i) «Αφού, όμως, το προλεταριάτο πρέπει κατ' αρχήν να κατακτήσει την πολιτική εξουσία, να ανυψωθεί σε εθνική τάξη (να ανυψωθεί σε ηγέτιδα τάξη του έθνους), να συγκροτηθεί το ίδιο σαν έθνος, είναι και το ίδιο ακόμα εθνικό, αν και σε καμιά περίπτωση με την έννοια που δίνει η αστική τάξη.» (Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος - Προλετάριοι και κομμουνιστές).

ii) «Καμιά τάξη της κοινωνίας-των-ίδιωτών δεν μπορεί να παίξει το ρόλο αυτό [να ηγηθεί μιας επανάστασης] χωρίς να προκαλέσει, σ’ αυτή την ίδια και στη μάζα, μια στιγμή ενθουσιασμού, μια στιγμή όπου συναδελφώνεται τότε με την κοινωνία γενικά και συναντιέται μ’ αυτή· συγχωνεύεται τότε με την κοινωνία, η κοινωνία νοιώθει και βλέπει σ’ αυτή τον καθολικό της εκπρόσωπο, τα δικαιώματα και οι διεκδικήσεις της είναι δικαιώματα και διεκδικήσεις της ίδιας της κοινωνίας· η τάξη αυτή είναι το κεφάλι και η καρδιά της κοινωνίας. Μόνο στο όνομα των γενικών δικαιωμάτων της κοινωνίας μια επί μέρους τάξη μπορεί να διεκδικήσει τη γενική κυριαρχία.» (Κριτική της Εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου-Εισαγωγή)

iii) Πολλώ δε μάλλον όταν εθνική αστική τάξη δεν υπήρξε ποτέ στην Ελλάδα. Κάτι που ο Π. Παπακωνσταντίνου το αναγνωρίζει και μάλιστα το περιγράφει με ευγλωττία : «Στην Ελλάδα δεν υπήρξε “εθνική αστική τάξη” … Η σύγχρονη ελληνική ολιγαρχία αναδείχθηκε από τους μαυραγορίτες της Κατοχής, συνεργάτες των Ναζί, οι οποίοι πλούτισαν στην συνέχεια από τα «λίμπερτις» των Αμερικάνων, από το Σχέδιο Μάρσαλ και από κάθε είδους βρομοδουλειά για χάρη των ξένων προστατών τους. Πολύ περισσότερο, δεν μπορεί να υπάρξει “εθνική” αστική τάξη σήμερα, στην εποχή της αποβιομηχάνισης, που κυριαρχούν τα πιο αντιδραστικά, τα πιο διαπλεκόμενα με τον ξένο παράγοντα τμήματα του κεφαλαίου, όπως τράπεζες, εφοπλιστικό κεφάλαιο, κατασκευές, τα οποία πρωταγωνιστούν στη λίστα Λαγκάρντ και ελέγχουν ασφυκτικά το κύκλωμα της ενημέρωσης… Αυτή η αστική τάξη έχει απόλυτο δίκιο να τρέμει το λαϊκό παράγοντα πολύ περισσότερο από όσο φοβάται την υποβάθμισή της σε ρόλο υπεργολάβου του ξένου κεφαλαίου.» (Η Μεγάλη Πρόκληση. Η Κρίση, η Αριστερά, η Εξουσία- σελίδες 33-34). Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την δοσιλογική δράση των μεγαλοβιομηχάνων και των τραπεζιτών στην κατοχή, αλλά και σ’ ότι αφορά στην (ιστορική ή/και συγγενική) συνέχεια των τότε συνεργατών των κατακτητών με τη σημερινή ολιγαρχία βλέπε το έργο του Δημοσθένη Κούκουνα «Η Ελληνική Οικονομία κατά την Κατοχή», σελίδες 39-109. Για τη διαχρονική στάση της «κομπραδόρικης και παρασιτικής» αστικής τάξης στην Ελλάδα βλέπε το έργο του Νίκου Μπελογιάννη «Το Ξένο Κεφάλαιο στην Ελλάδα».

[6] Maurizio Lazzarato. «Η κατασκευή του χρεωμένου ανθρώπου. Δοκίμιο για τη φιλελεύθερη κατάσταση.» Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2014. Σελίδες 56-57.

[7] Ενδεικτικά βλ. David Harvey. Άρθρο με τίτλο «The Vote to End Capitalism». Δημοσιευμένο στις 11/07/11. Επιπλέον G. Ingham. «Capitalism». Εκδόσεις «Polity», 2008. Σελίδα 66. Όπως επίσης και Maurizio Lazzarato. «Η κατασκευή του χρεωμένου ανθρώπου. Δοκίμιο για τη φιλελεύθερη κατάσταση.» Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2014. Σελίδα 46.

[8] Φρίντριχ Ένγκελς. «Ο Λουδοβίκος Φόιερμπαχ και το Τέλος της Κλασσικής Γερμανικής Φιλοσοφίας». Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», 2007. Σελίδες 15-16.

[9] Καρλ Μαρξ, Φρίντριχ Ένγκελς. «Η Γερμανική Ιδεολογία». Εκδόσεις «Gutenberg», 1997. Πρώτος τόμος. Σελίδες 81-82.

[10] Ρόζα Λούξεμπουργκ. «Ρωσική Επανάσταση».  Εκδόσεις «ύψιλον», 1980. Σελίδες 70-71.

[11] David Harvey. «The Seventeen Contradictions and the end of Capitalism». Εκδόσεις «Profile Books», 2014.

[12] Αντόνιο Γκράμσι. «Για τον Μακιαβέλι, για την πολιτική και για το σύγχρονο κράτος». Εκδόσεις «Ηριδανός», 2005. Σελίδα 39.

[13] «Ο φασισμός είναι η ανοιχτή τρομοκρατική διχτατορία των πιο αντιδραστικών, των πιο σωβινιστικών, των πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου. Ο φασισμός… δεν είναι τα “εξεγερμένα μικροαστικά στρώματα, που κατέλαβαν την αστική κρατική μηχανή…” Ο φασισμός είναι η εξουσία του ίδιου του χρηματιστικού κεφαλαίου.» Γκεόργκι Ντιμιτρόφ. «Ο Φασισμός». Εκδόσεις «Πορεία», 1975. Σελίδες 21-22.  

Monday, 27 April 2015

Οι πολιτικοί επίγονοι του Κικέρωνα και το «ευρωπαϊκό New Deal»

Έχουν περάσει πάνω από 2 χιλιετίες από τότε που ο Κόιντος Τύλλιος Κικέρων (QuintusTullius Cicero)  έγραψε μια σειρά συμβουλές προορισμένες για τον αδελφό του, Μάρκο Τύλλιο Κικέρωνα (Marcus Tullius Cicero), προκειμένου να τον βοηθήσει στην εκλογική του κάθοδο για τη διεκδίκηση του αξιώματος του υπάτου στη Ρώμη. Οι συμβουλές αυτές έχουν τον τίτλο « Commentariolum Petitionis», που στα Ελληνικά μπορεί να αποδοθεί ως «εγχειρίδιο προεκλογικής εκστρατείας». 

Το αξιοσημείωτο είναι ότι παρά την πάροδο 2000 χρόνων (το εγχειρίδιο γράφτηκε το 64 π.Χ), όλες σχεδόν οι συμβουλές του Κόιντου έχουν εφαρμογή στις σύγχρονες προεκλογικές αναμετρήσεις προσδίδοντας στο έργο μια διαχρονική αξία και καθιστώντας το πρόδρομο όλων των τακτικών που ακολουθήθηκαν από τους διεκδικητές της εξουσίας ανά τους αιώνες. Μία, όμως, από τις οδηγίες του Κόιντου προς τον αδελφό του ξεχωρίζει : 


«Κατά τη διάρκεια όμως της εκστρατείας δεν πρέπει να ανακατευτείς με πολιτικά ούτε στη Σύγκλητο, ούτε στις πολιτικές συγκεντρώσεις. Αντιθέτως, πρέπει να έχεις κατά νου τα ακόλουθα : ότι η Σύγκλητος περιμένει από σένα, όπως έκανες πάντα, να είσαι και στο μέλλον ο υπερασπιστής της εξουσίας της· οι Ρωμαίοι ιππείς, οι εύποροι και αξιόλογοι άντρες, λόγω του παρελθόντος σου, να αφοσιωθείς στην ειρήνη και στη δημόσια ησυχία· οι μάζες να μην είσαι στο μέλλον ξένος προς τα συμφέροντα τους, καθώς τουλάχιστον από τους λόγους σου στις πολιτικές συγκεντρώσεις και στα δικαστήρια, φαινόσουν φιλολαϊκός.» [1]

Αυτό που ουσιαστικά ο Κόιντος προτείνει στον αδελφό του είναι να μην είναι ποτέ συγκεκριμένος. Όταν απευθύνεται στα μέλη της Συγκλήτου να παρουσιάζεται ως ο εκφραστής της εξουσίας της. Όταν μιλά με τα μέλη της δικής του τάξης,  τους ιππείς, να εμφανίζεται ως  θεματοφύλακας της παράδοσης και ως υπερασπιστής των συμφερόντων τους. Τέλος οι πληβείοι πρέπει να τον αντιμετωπίζουν ως άνθρωπο του λαού που στο μέλλον, από τη θέση του υπάτου, θα είναι ο προστάτης τους απέναντι στην εξουσία των ισχυρών και των πλουσίων. Δεδομένου ότι κάτι τέτοιο, εξ ορισμού και εκ των πραγμάτων, δεν μπορούσε να γίνει μιας και οι τρείς κοινωνικές τάξεις που προαναφέρθηκαν (συγκλητικοί, ιππείς, πληβείοι) είχαν εκ διαμέτρου αντιτιθέμενα συμφέροντα, ουσιαστικά η συμβουλή του Κόιντου προς τον αδελφό του είναι η εξής :       « να λες κάθε φορά ότι το εκάστοτε ακροατήριο θέλει να ακούσει »…

Οι αναλογίες με το σήμερα είναι κάτι παραπάνω από προφανείς. Καθήκον, λοιπόν, των σύγχρονων λαϊκών αγωνιστών είναι να προσδώσουν άλλο περιεχόμενο στην Πολιτική ώστε να αποτινάξουμε (επιτέλους) την κληρονομιά του Κικέρωνα και του πολιτικού καιροσκοπισμού που αυτός (και άλλοι) αντιπροσώπευε. Στην κατεύθυνση αυτή κινείται το παρόν άρθρο, εστιάζοντας σ’ ένα από τα πιο προσφιλή θέματα του υπουργού οικονομικών της Ελλάδας, Γιάνη Βαρουφάκη, καθιστώντας το έτσι ένα από τα σημαντικότερα θέματα της επικαιρότητας. Μιλάω φυσικά για το New Deal και πιο συγκεκριμένα για την ανάγκη ενός «ευρωπαϊκού New Deal». Ιδού τι μας λένε συγκεκριμένα οι Γιάνης Βαρουφάκης, Stuart Holland και James. K. Galbraith στο πόνημα τους με τίτλο “Μια μετριοπαθής πρόταση για την επίλυση της κρίσης του ευρώ”: « Επιγραμματικά, η πρόταση μας συνιστά ένα “Νέο Ευρωπαϊκό Νιου Ντιλ” (Νέα Συμφωνία). Το Νιου Ντιλ του Φρανγκλίνου Ρούζβελτ κήρυξε τον πόλεμο στα “Σταφύλια της Οργής” το 1933, σταθεροποιώντας άμεσα την αμερικανική κοινωνική οικονομία μετά το Κραχ του 1929. Με αντίστοιχο τρόπο, που λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες της σημερινής Ευρώπης, η εφαρμογή της Μετριοπαθούς Πρότασης θα επέτρεπε, εντός ολίγων μόνο μηνών, να σημειωθεί αληθινή πρόοδος μέσα από μέτρα που συμβαδίζουν απόλυτα με τον τρόπο που είναι ήδη δομημένοι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί.» [2]

Ο Γιάνης Βαρουφάκης στην πρόσφατη εκπομπή του Νίκου Χατζηνικολάου (enikos 02/03/15-λεπτό 35.25) επανέφερε την πρόταση του για ένα «ευρωπαϊκό New Deal» λέγοντας τα εξής : « Γιατί πώς να το κάνουμε, είμαστε σε μια νομισματική ένωση. Το πρόβλημα είναι η νομισματική ένωση. Αν το 1933 έθετες εσύ σε κάποιον πολιτικό της Νότιας Ντακότα το ερώτημα “μα καλά γιατί δεν μεταρρυθμίζεται εσείς, αφήστε τη Μεγάλη Ύφεση των ΗΠΑ” θα του φαινόταν αστείο. Η νότια Ντακότα δεν θα μπορούσε μόνη της να λύσει τα προβλήματά της αν ο Ρούζβελτ δεν εφάρμοζε το New Deal. Έτσι, λοιπόν, χρειαζόμαστε ένα New Deal για την Ευρώπη, το οποίο από κάπου πρέπει να ξεκινήσει. Μακάρι να ξεκινήσει από το Βερολίνο. Το εύχομαι και το ελπίζω.»

Κατ’ αρχάς μια σύγκριση μεταξύ της Ελλάδας και της Νότιας Ντακότα, υπαινίσσεται την ύπαρξη μιας, ανάλογης αυτής των ΗΠΑ, ομοσπονδιακής οργάνωσης των κρατικών οντοτήτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κάτι τέτοιο προφανώς, παρά τις επιθυμίες ή τις αντιρρήσεις που μπορεί να έχει κανείς με την εν λόγω προοπτική, δεν έχει επιτευχθεί. Και αν τελικά υλοποιηθεί, τουλάχιστον με τις υφιστάμενες δομές και λογικές που θεμελιώνουν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, θα σημάνει την ισοπέδωση κάθε έννοιας εθνικής κυριαρχίας και δημοκρατίας από τον οδοστρωτήρα της ενοποιημένης Αυτοκρατορικής Ευρώπης υπό τη Γερμανική και τη χρηματιστική πρωτοκαθεδρία.

Η σύγκριση είναι άστοχη, εξάλλου, ακόμη και υπό το πρίσμα της άποψης του ίδιου του κ. Βαρουφάκη : 
«Δυστυχώς, η πολιτική ηγεσία της Ευρώπης εξακολουθεί να βασίζει τις αποφάσεις της σε εσφαλμένη ανάλυση της φύσης της κρίσης, αυτοεγκλωβιζόμενη σε ένα ψευτοδίλημμα ανάμεσα στην εφαρμοζόμενη πολιτική άκρας λιτότητας και τη μετάβαση σε μια Ομοσπονδιακή Ευρώπη, κίνηση πολιτικά αδύνατη (και για πολλούς λόγους ανεπιθύμητη) σήμερα.» [3]

Συνειδητά παραβλέπουμε, λοιπόν, την αβάσιμη ιστορική αναλογία που κάνει ο κ. Βαρουφάκης μεταξύ της Νότιας Ντακότα και της Ελλάδας και προχωρούμε στις παρακάτω (5) βασικές παραδοχές που απορρέουν από τα παραπάνω παραθέματα :
  1. Ο Ρούζβελτ κήρυξε τον πόλεμο στη λιτότητα και την εξαθλίωση το 1933
  2. Το New Deal ήταν μια ενιαία, συγκροτημένη και σαφής δέσμη πολιτικών με συγκεκριμένη στόχευση.
  3. Το New Deal σταθεροποίησε άμεσα την αμερικανική οικονομία και κοινωνία.
  4. Το «ευρωπαϊκό New Deal» πληροί όλα τα κριτήρια για να αποτελέσει το πρόγραμμα που θα βγάλει την ευρωπαϊκή οικονομία από το τέλμα.
  5. Το «ευρωπαϊκό New Deal» μπορεί να γίνει με πρωτοβουλία του Γερμανικού Κράτους. 

Έχουμε την άποψη ότι καμία από τις παραπάνω παραδοχές δεν ευσταθεί. Συνεπώς σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να «κονταροχτυπηθεί» με αυτές με το να διαυγάσει το περιεχόμενο του New Deal, μελετώντας τις ιστορικές του καταβολές, κάνοντας μια ιστορική αποτίμηση της επιτυχίας ή της αποτυχίας του και τέλος ελέγχοντας αν και κατά πόσον είναι δυνατή μια εφαρμογή του σήμερα, τηρουμένων φυσικά των αναλογιών και των ιδιαίτερων συνθηκών.



Ο «πόλεμος των φράσεων» ή αλλιώς «να μην είσαι ποτέ συγκεκριμένος».




Ένας από τους πιο πετυχημένους μαθητές των αειθαλών διδαγμάτων του Κικέρωνα υπήρξε χωρίς καμία αμφιβολία ο πρόεδρος των ΗΠΑ  από το 1929 έως το 1933, Χέρμπερτ Χούβερ. Ήταν ακραιφνής θιασώτης του κεντρικού μαθήματος του Κικέρωνα περί του «να μην είσαι ποτέ συγκεκριμένος» και το είχε αναδείξει ως κεντρικό στοιχείο της πολιτικής του πρακτικής. Χαρακτηριστικά έλεγε « ο κόσμος ζει με φράσεις» [4], θέλοντας να τονίσει την σημασία του να χρησιμοποιείς ευφυώς τα μέσα ενημέρωσης για να χειραγωγείς τις μάζες και να απαξιώνεις τους πολιτικούς σου αντιπάλους. 

Σ’ έναν τέτοιο «πόλεμο φράσεων και συμβόλων» ενεπλάκη στις εκλογές του 1928 με τον Alfred E. Smith και νίκησε παρά το γεγονός ότι δεν είχε ουσιαστικές διαφορές από τον αντίπαλό του. Ακριβώς ότι έκανε ο Κικέρων με τους δικούς του αντιπάλους, Κατιλίνα και Αντώνιο το 64 π. Χ. με τη διαφορά ότι ο Μάρκος Κικέρων, εκφραστής της ολιγαρχίας και των πιστωτών απείχε παρασάγγας από τον Κατιλίνα, που εξέφραζε τότε τα συμφέροντα των υπερχρεωμένων πληβείων. 

Στην ίδια γραμμή σκέψης κινήθηκε και ο πιθανότατα πιο διάσημος πρόεδρος των ΗΠΑ, Φραγκλίνος Ντελάνο Ρούζβελτ, που διετέλεσε πρόεδρος από το 1933 έως το 1945. Ο Ρούζβελτ έμεινε στην ιστορία ως ο άνθρωπος που παρέλαβε μια κατεστραμμένη, από το κραχ του 1929, χώρα και την μετέτρεψε στην παγκόσμια υπερδύναμη που όλοι μας σήμερα γνωρίζουμε. Επιπλέον ιστορικοί, οικονομολόγοι και άλλοι επιστήμονες ισχυρίζονται εδώ και δεκαετίες ότι η δέσμη πολιτικών και νέων μέτρων που προώθησε ο Ρούζβελτ και τα οποία πήραν τη συλλογική ονομασία New Deal έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ανόρθωση της αμερικανικής οικονομίας.

Επίσης η παραπάνω εξιστόρηση που εκθειάζει τις συνέπειες του New Deal στην παραγωγική και κοινωνική ανασυγκρότηση των ΗΠΑ βασίζεται στη παραδοχή ότι το New Deal ήταν εξ΄αρχής κάτι πολύ συγκεκριμένο και η υλοποίηση του ξεκίνησε αποφασιστικά το 1933 από τον Ρούζβελτ ως απάντηση στα προβλήματα που προκάλεσαν στις ΗΠΑ οι πολιτικές λιτότητας του ορθόδοξου (τότε και τώρα) οικονομικού ρεύματος των μονεταριστών και οι οποίες εφαρμόστηκαν από τον Χούβερ από το 1929 μέχρι το 1933.

Αν και το πρώτο σκέλος του αφηγήματος, δηλαδή η έξοδος των ΗΠΑ από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο ως η πρώτη παγκόσμια υπερδύναμη σε κάθε τομέα, και όχι μόνο στη σφαίρα της οικονομίας, είναι αληθές, τίποτα δεν μπορεί να απέχει περισσότερο από την αλήθεια από το δεύτερο σκέλος της αφήγησης και δη η ιστοριογραφία που υποστηρίζει αφενός ότι το τέλος της ύφεσης προέκυψε από το New Deal και αφετέρου ότι το New Deal ήταν ανέκαθεν από τη σύλληψη του ένα πρόγραμμα σαφές και συγκεκριμένο.    

Ας ξεκινήσουμε από το περιεχόμενο της φράσης «New Deal».  Τα ιστορικά δεδομένα πιστοποιούν ότι τουλάχιστον το 1933 η φράση «New Deal» δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα σύνθημα. Η υπουργός εργασίας του Ρούζβελτ, Φράνσις Πέρκινς, είναι άκρως διαφωτιστική : 
«[το New Deal] δεν επρόκειτο για κάποιο σχέδιο με συγκεκριμένη μορφή και περιεχόμενο»
Μάλιστα η Πέρκινς συνεχίζει λέγοντας ότι «ο Ρούζβλετ δεν ήταν ριζοσπάστης, ούτε πολιτικά, ούτε οικονομικά και θεωρούσε δεδομένο το στάτους κβο στην οικονομία … Ήταν ο φίλος των πλουσίων και ο αδελφός των φτωχών» [5], αποδεικνύοντας με τα λεγόμενα της ότι ο Ρούζβελτ υπήρξε άξιος συνεχιστής της παράδοσης του πολιτικού καιροσκοπισμού εφαρμόζοντας κατά γράμμα τη συμβουλή του Κικέρωνα για την εξαπάτηση του πολιτικού σώματος με κενές υποσχέσεις.

Την διαπίστωση της Πέρκινς συμμεριζόταν και ένας από τους στενότερους συμβούλους του Ρούζβελτ, ο Raymond Moley, ο οποίος το 1939 έγραφε τα εξής : 


« Αλλά το να βλέπεις αυτές τις πολιτικές [του New Deal των πρώτων 7 χρόνων] ως το αποτέλεσμα ενός ενοποιημένου σχεδίου ισοδυναμούσε με το να πιστεύεις ότι η συσσώρευση ταριχευμένων φιδιών, εικόνων του baseball, σχολικών σημαιών, παλιών παπουτσιών του τένις, ξυλουργικών εργαλείων, βιβλίων γεωμετρίας, και σετ χημείας στο υπνοδωμάτιο ενός παιδιού θα μπορούσε να έχει τοποθετηθεί εκεί από έναν διακοσμητή εσωτερικών χώρων.» [6]

Το New Deal λοιπόν, ως έμπνευση, δεν είχε σαφές πολιτικό περιεχόμενο. Με τη δημιουργική του ασάφεια  όμως, λειτούργησε ως εργαλείο της προεκλογικής καμπάνιας του Ρούζβελτ για να συγκαλύψει το γεγονός ότι τίποτα αξιόλογο δεν τον χώριζε από τον ανταγωνιστή του για τη προεδρία των ΗΠΑ, ούτε στην ιδεολογία, ούτε στην οικονομική θεωρία, ούτε τέλος σε επίπεδο προθέσεων. Ήταν η ναυαρχίδα των δημοκρατικών και του Ρούζβελτ στον «πόλεμο φράσεων και συμβόλων», κατά την αγαπημένη έκφραση του Χούβερ, η οποία σάρωσε τους ρεπουμπλικάνους και τον Χούβερ.

Δεν χρειαζόταν εξάλλου να υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές μεταξύ των δύο υποψηφίων προέδρων μιας και η έκβαση της μάχης ήταν δεδομένη και ο Χούβερ σπιλωμένος από την κρίση του 1929 ήταν εκ των προτέρων καταδικασμένος στην ήττα. Όπως πολύ εύστοχα διαπίστωσε ο συντηρητικός τεξανός πολιτικός Τζον Νανς Γκάρνερ μιλώντας στον Ρούζβελτ: 
«το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να μείνεις ζωντανός μέχρι την ημέρα των εκλογών». [7] 
Γίνεται εύκολα κατανοητό ότι με τέτοιο επίπεδο πολιτικής αντιπαράθεσης, με προκαθορισμένο το τελικό αποτέλεσμα, δεν ανέκυψε η ανάγκη πειστικού και διαφοροποιημένου αντιλόγου από την πλευρά του Ρούζβελτ απέναντι στην πολιτική της λιτότητας του Χούβερ, λόγω του ότι έτσι και αλλιώς ήταν ένας «εκλογικός περίπατος» για τον πρώτο.

Παρ’ όλα αυτά αξίζει να επιμείνουμε στο ιστορικό γεγονός της απουσίας ουσιαστικών διαφορών μεταξύ του Χούβερ και του Ρούζβελτ στις προεδρικές εκλογές του 1932, προκειμένου να καταστήσουμε σαφές ότι το New Deal, ως έμπνευση, ουδέποτε είχε έναν φιλολαϊκό προσανατολισμό.

Αυτό γίνεται κατανοητό και αποδεκτό αν αναλογιστούμε ότι ο Ρούζβελτ ποτέ δεν έκρυψε την εκτίμηση που έτρεφε για τον Χούβερ. Συγκεκριμένα το 1920 όντας βοηθός Γραμματέας του Ναυτικού έγραφε τα εξής : 
«[Ο Χούβερ] είναι σίγουρα ένα θαύμα και εύχομαι να μπορούσαμε να τον κάνουμε Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών.» [8]
Επιπλέον, και εδώ είναι το πραγματικά σημαντικό, ο Ρούζβελτ το 1932 ήταν απόλυτα πεπεισμένος για την ορθότητα των μονεταριστικών οικονομικών της λιτότητας.  Υποστήριζε, λοιπόν, από το 1932 μέχρι και το 1937 (οπότε συνέβη το δεύτερο κραχ που ήταν εξίσου σημαντικό με αυτό του 1929) την οικονομική πολιτική των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, δηλαδή την αύξηση της φορολογίας και την μείωση των δημόσιων δαπανών εν μέσω ύφεσης, την λειτουργία του κράτους ως θεσμού για την εφαρμογή του δόγματος «trickle - down effect», δηλαδή την υποχρέωση της κυβέρνησης να βοηθήσει την «κορυφή της οικονομικής πυραμίδας» ώστε τα ωφελήματα από τις μελλοντικές επενδύσεις να «κυλούσαν κατόπιν προς τη βάση της πυραμίδας» και τον περιορισμό της βοήθειας προς τους φτωχούς και τους πληγέντες από την κρίση καθότι αυτό σύμφωνα με τα κυρίαρχα οικονομικά της εποχής του (και της δικής μας !! ) ενείχε τον ηθικό κίνδυνο να μετατραπούν οι εργαζόμενοι σε οκνηρούς και κρατικοδίαιτους εισοδηματίες.

Ενδεικτικά και για να γίνει αντιληπτός ο βαθμός ταύτισης της οικονομικής ιδεολογίας των δύο υποψηφίων προέδρων αρκεί να παραθέσουμε την δήλωση του Ρούζβελτ, ο οποίος είχε κριτικάρει από μια συντηρητική σκοπιά τον Χούβερ το 1930 στη διάρκεια της συνδιάσκεψης των Κυβερνητών, γιατί «σπαταλάει χρήματα σε δημόσια έργα και γενικότερα απομακρύνεται από το laissez faire». [9]

Όπως προαναφέραμε, ο Ρούζβελτ μέχρι και το 1937-38 και το δεύτερο κραχ ήταν υπέρμαχος των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, δηλαδή των πολιτικών λιτότητας. Χαρακτηριστική της οικονομικής ιδεολογίας που μεσουρανούσε εκείνη την περίοδο στα στρατόπεδα και των δύο κομμάτων εξουσίας (Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων) είναι η ακόλουθη δήλωση του τραπεζίτη Bernard Baruch, ο οποίος υπήρξε στενότατος σύμβουλος αρχικά του Χούβερ, έπειτα του Ρούζβελτ ενώ παράλληλα ασκούσε μεγάλη επιρροή στους Δημοκρατικούς γερουσιαστές του   Νότου : 
«Ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί… Μειώστε τις κυβερνητικές δαπάνες- μειώστε τις όπως τα τρόφιμα μειώνονται σε μια πολιορκία. Φορολογήστε-φορολογήστε τους πάντες για τα πάντα.»  [10] 
Φυσικά όπως συμβαίνει πάντα στις ταξικές κοινωνίες, η δήλωση «φορολογία των πάντων για τα πάντα» όταν εκφέρεται από τα χείλη ενός τραπεζίτη, σημαίνει απλά «φορολογήστε ακόμη περισσότερο όλους τους φτωχούς ακόμα και εκείνους που καταστράφηκαν από την κρίση, ενώ αφήστε αλώβητους τους επιχειρηματίες και τους τραπεζίτες ώστε να διατηρήσουν ακμαίο το κίνητρο τους για περαιτέρω επενδύσεις».

Μάλιστα ήταν τέτοια η επιρροή της «επικίνδυνης ιδέας της λιτότητας» [11] ώστε ακόμη και προοδευτικοί γερουσιαστές, όπως ο Wagner, που έμεινε στην ιστορία ως ο εισηγητής του νομοσχεδίου που ριζοσπαστικοποίησε το New Deal το 1936 (Wagner Pact), παρέμειναν μέχρι και το δεύτερο κραχ του 1937 πιστοί στην οικονομική ορθοδοξία των μονεταριστών. [12]  

Ένα επιπλέον ιστορικό στοιχείο που εξηγεί την κυριαρχία των μονεταριστών στο στρατόπεδο των New Dealers είναι η ελάχιστη επιρροή που ασκούσε στο στενό κύκλο του Ρούζβελτ ο Κέυνς και οι ιδέες του περί επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής (ελλειμματικοί προϋπολογισμοί, εκτεταμένες δημόσιες επενδύσεις, χαμηλά επιτόκια, μείωση φορολογίας). [13]

Εν κατακλείδι το αποφασιστικό χτύπημα στον μύθο που θέλει τον Ρούζβελτ να ηγείται του στρατού των καταπιεσμένων ενάντια στις δυνάμεις της αριστοκρατίας και του συσσωρευμένου πλούτου, το δίνει ο ίδιος ο Ρούζβελτ το 1936 σε μια σπάνια στιγμή ειλικρίνειας (ενδεχομένως και αυτοκριτικής) απαντώντας πικραμένος στις επιθέσεις που δεχόταν από το μπλοκ των επιχειρηματιών : 
« Φυσικά το ενδιαφέρον με μένα είναι το ότι σε όλες τις ομιλίες που πραγματοποίησα, δεν πιστεύω ότι υπήρχε έστω και μία η οποία να πήρε το μέρος του ανθρώπου, το μέρος των ηλικιωμένων, το μέρος των ανέργων.» [14]  
Απορούσε δηλαδή ο άνθρωπος με την επίθεση που δεχόταν από τα μέλη της ίδιας του της τάξης όταν είχε ξεκαθαρίσει σε όλες του τις ομιλίες ότι εξυπηρετεί πρωτίστως τα δικά τους συμφέροντα. Για την ακρίβεια ο Ρούζβελτ ποτέ δεν έκρυψε την αποστολή που είχε αναλάβει, κάτι που αποδεικνύεται πολύ εύκολα με τη βοήθεια της ακόλουθης δήλωσης του ιδίου σχετικά με τα καθήκοντα του και τα πραγματικά κίνητρα του New Deal
« Η επιθυμία μου να προλάβω την επανάσταση… Ήθελα να σώσω το κεφάλαιο» [15]

Χρειάστηκε να τον αποκηρύξει και να του επιτεθεί σχεδόν το σύνολο των μεγαλοεπιχειρηματιών της εποχής με αποκορύφωμα την απόπειρα πραξικοπήματος από τους αδελφούς Ντιπόντ και τον πολιτικό τους  βραχίονα, την Λίγκα της Ελευθερίας, σε συνδυασμό με τον πολιτικό κίνδυνο που αντιπροσώπευε ο κύριος εσωκομματικός του αντίπαλος, ο Χιουι Λονγκ, ο οποίος του ασκούσε δριμύτατη κριτική από τα αριστερά και έβρισκε τεράστια απήχηση στους ανθρώπους που έβλεπαν όλο και περισσότερο ότι ο Ρούζβελτ είναι, μάλλον, μια από τα ίδια με τον προκάτοχό του, ώστε τελικά να καταλήξει στο συμπέρασμα το οποίο, δια στόματος Χάρολτν Ίκις, αποτυπώθηκε ως εξής : 


«…δεν έχει νόημα να μιλάς σε τέτοιου τύπου ανθρώπους [μεγαλοεπιχειρηματίες και τραπεζίτες]… δεν μπορούν να δουν πιο μακριά από τη μύτη τους».  [16]  

Μόνο όταν ο Ρούζβελτ κατάλαβε ότι ο ίδιος αποτελεί τον «ύστατο υπερασπιστή του καπιταλισμού» (σύμφωνα με την έκφραση του Εμιλ Λουντβιγκ) και ότι οι ατομικοί καπιταλιστές όντας δέσμιοι του σιδερένιου νόμου του ανταγωνισμού και της ακραία ατομικιστικής λογικής, του τύπου «μετά από μένα το χάος», που εξ ορισμού τον συνοδεύει αδυνατούν να τον υποστηρίξουν (ή ακόμα και να τον καταλάβουν), στράφηκε στις προτάσεις του Wagner και άλλων προοδευτικών πολιτικών, σηματοδοτώντας τη στροφή του New Deal στη κατεύθυνση της παροχής μιας ανάσας στον χειμαζόμενο αμερικανικό λαό και στην αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης που απειλούσε με επανάσταση το ίδιο το σύστημα στο οποίο παρέμεινε ταγμένος μέχρι το τέλος της ζωής του.

Ο Ρούζβελτ, λοιπόν, δεν κήρυξε τον «πόλεμο στα “Σταφύλια της Οργής” το 1933», όπως ισχυρίζονται ο Γιάνης Βαρουφάκης και οι υπόλοιποι συγγραφείς της «Μετριοπαθούς Πρότασης». Αντιθέτως, όπως φαίνεται και από τα ιστορικά στοιχεία που παραθέσαμε παραπάνω, όποιος θεωρεί ότι το New Deal το 1933 είχε άλλο στόχο πέραν της ανάδειξης του Ρούζβελτ στην εξουσία χωρίς ουσιαστική αλλαγή πολιτικής, τότε απλά κηρύσσει πόλεμο ενάντια στην ιστορική αλήθεια και την κοινή λογική.

Οι παραπάνω ιστορικές αναφορές δεν φαίνεται να αγγίζουν τον κ. Βαρουφάκη ο οποίος έχει υιοθετήσει τις πιο καιροσκοπικές και ύποπτες πτυχές της προσωπικότητας του Ρούζβελτ χωρίς να κρατά ούτε ένα θετικό. Ο νέος υπουργός οικονομικών με κανέναν τρόπο δεν συμμερίζεται την ανάγκη της επανοηματοδότησης της έννοιας του Πολιτικού με γνώμονα την αλήθεια και το κατέστησε καθαρό στην συνέντευξη που παραχώρησε στον Νίκο Χατζηνικολάου (enikos 02/03/15-λεπτό 24:37) όπου μεταξύ άλλων είπε : « Αυτό που έχω δεσμευτεί είναι ότι δεν θα χρησιμοποιήσουμε τη λέξη κούρεμα. Εγώ δεν έχω απολύτως κανένα πρόβλημα με τον φετιχισμό των λέξεων. Άμα είναι έτσι ας ονομάσουμε την αναδιάρθρωση του χρέους κάπως αλλιώς. Το 2012 είχαμε ουσιαστική απομείωση του ιδιωτικού χρέους αλλά το ονομάσαμε PSI… Αυτό που πετύχαμε [με την τωρινή διαπραγμάτευση] είναι τη χρήση της λέξης, του επιθετικού προσδιορισμού, «κατάλληλα πρωτογενή πλεονάσματα».

Πραγματικά η παραπάνω δήλωση του Γιάνη Βαρουφάκη μοιάζει να έχει παρατεθεί αυτούσια από κάποιο εγχειρίδιο πολιτικών μηχανοραφιών του Κικέρωνα. Ο «πόλεμος φράσεων» του Χούβερ στη πράξη !  Είναι άραγε το ίδιο όταν αναφερόμαστε σε διαγραφή και σε επιμήκυνση στο διηνεκές (μέσω των perpetual bonds) του δημοσίου χρέους ; Είναι το ίδιο η ανάπτυξη με ελλειμματικούς προϋπολογισμούς, μέχρι να ξεπεραστεί η κρίση στην ευρωζώνη και διεθνώς, με την δέσμευση για πρωτογενώς πλεονασματικούς προϋπολογισμούς ; Πως γίνεται ο κ. Βαρουφάκης να ξεχνάει τις διαπιστώσεις στις οποίες κατέληξε σε προηγούμενά του έργα σχετικά με την ανοησία της επιμονής σε ελλειμματικούς προϋπολογισμούς σε καιρό κρίσης και να υποστηρίζει σήμερα ότι η «αυτοματοποιημένη αιματηρή λιτότητα» μπορεί να αρθεί με την προσθήκη στα πρωτογενή πλεονάσματα της λέξης «κατάλληλα» ; Αν οι λέξεις αυτές (λιτότητα, κούρεμα, διαγραφή, επιμήκυνση, ελλειμματικοί προϋπολογισμοί κ.ο.κ) ήταν άνευ ουσίας τότε πραγματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι παίζουμε με τις λέξεις. Όμως αυτές οι λέξεις έχουν ένα πολύ συγκεκριμένο περιεχόμενο και η χρήση τους προδίδει τις προθέσεις και τα συμφέροντα που εξυπηρετεί ο εκάστοτε χρήστης της κάθε μίας από αυτές.

Όλη η θολούρα αυτής της χουβεριανής προσπάθειας εκπόρνευσης των λέξεων ξεδιαλύνει μόλις αντικρίσουμε κατάματα το επίδικο της όλης υπόθεσης, δηλαδή ότι η Γερμανία κερδίζει από την ελληνική κρίση. «Το χρέος και η διευκόλυνση του» όπως επισημαίνει ο υπουργός εξωτερικών της κυβέρνησης Κοινωνικής Σωτηρίας ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, Νίκος Κοτζιάς «είναι μια ευκαιρία και ένα πρόσχημα για να ασκεί η Γερμανία αυστηρή και στενή επιτήρηση στην οικονομική και όχι μόνο πολιτική της Ελλάδας. Για να της επιβάλλει περιορισμούς στην κυριαρχία. Για να διασφαλίζει προνομιακές συνεργασίες και αναθέσεις έργων σε γερμανικές εταιρείες, δεσμεύοντας πλουτοπαραγωγικούς πόρους, τα έσοδα των οποίων θα οδεύουν στην εξόφληση τοκοχρεολυσίων και κεφαλαίου. Με τη πολιτική που εφαρμόζει το Ευρωπαϊκό Αυτοκρατορικό Τρίγωνο [Εθνικό Γερμανικό Κράτος-Βρυξέλλες-Ευρωπαϊκές τράπεζες και πολυεθνικές επιχειρήσεις] φορτώνεται μια δανειακή σύμβαση με τρόπο που οδηγεί… στη μετατροπή της Ελλάδας σε αποικία χρέους.» [17]

Πρέπει να είσαι, είτε αφελής, είτε απατεώνας  για να ισχυρίζεσαι ότι μπορείς να ξεγελάσεις με τη χρήση οποιασδήποτε λέξης τους Γερμανούς και τους ευρωπαίους τραπεζίτες ή το πολιτικό τους προσωπικό, ώστε να συνηγορήσουν σε μια συμφωνία που θα βλάψει τα συμφέροντά τους.

Έτσι διαγραφή του χρέους σημαίνει ουσιαστική καρατόμηση της κυριαρχίας του εθνικού κράτους της Γερμανίας και του ευρωπαϊκού χρηματιστικού κεφαλαίου επί του ελληνικού λαού και της οικονομίας του. Αντιθέτως συντήρηση του χρέους μέσω της παράτασης της δανειακής σύμβασης (όποιο όνομα και αν της δώσουμε) σημαίνει αντίστοιχα παράταση της κυριαρχίας της Γερμανίας και των γραφειοκρατών των Βρυξελλών εις βάρος του ελληνικού λαού. Τέλος τα πρωτογενή πλεονάσματα, είτε στο 1,5 %, είτε στο 4,5 % του ελληνικού ΑΕΠ εν μέσω κρίσης σημαίνουν συνέχιση της λιτότητας και της θυσίας του ελληνικού λαού στο βωμό της «ευρωπαϊκής ιδέας».  

Κατά συνέπεια η μάχη δεν δίνεται στο επίπεδο των αφηρημένων λέξεων αλλά στο πεδίο των σε κάθε περίπτωση συγκεκριμένων και εχθρικών κοινωνικών συμφερόντων που συνοδεύουν και νοηματοδοτούν αυτές τις λέξεις.


Τελικά πόσο καλό Deal ήταν το New Deal ;




Στη συνέχεια θα καταπιαστούμε με το ερώτημα : « Έβγαλε το New Deal τις ΗΠΑ από την κρίση του 1929 ; » Και αν όχι τι τελικά οδήγησε τις Ηνωμένες Πολιτείες έξω από τη δίνη της κρίσης ;

Για την απάντηση αυτού του ερωτήματος τα στοιχεία είναι συντριπτικά και οδηγούν όλα, ανεξάρτητα από την ιδεολογία και την πολιτική τοποθέτηση της εκάστοτε αφήγησης σχετικά με τα αίτια της κρίσης, σε μια και μόνο κατηγορηματική απάντηση : «το New Deal δεν έβγαλε την οικονομία των HΠΑ από το αδιέξοδο της κρίσης».

Δεν υπάρχει κατά τη γνώμη μου καταλληλότερο σύγγραμμα απ’ αυτό του Randall E. Parker με τίτλο « The Economics of the Great Depression. A Twenty-First Century Look Back at the Economics of the Interwar Era» για να δείξει την συμφωνία των οικονομολόγων απ’ όλες τις σχολές σκέψης του Νεοκλασικισμού στην ερώτηση: «Τι σταμάτησε την Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του ‘30». Όλοι οι, θεωρούμενοι διεθνώς κορυφαίοι, οικονομολόγοι (και οι 12) που ερωτούνται από τον Randall E. Parker με την παραπάνω ερώτηση, παρότι διαφωνούν σχετικά με το τι προκάλεσε την Μεγάλη Ύφεση, συμφωνούν απόλυτα ότι τελικά ο πόλεμος και όχι το New Deal τερμάτισε την Κρίση. [18]

Όπως φαίνεται και από το Γράφημα 1 το ΑΕΠ στις ΗΠΑ έφτασε στα προ κρίσης (πριν το 1929) επίπεδα το 1940, ενώ η απασχόληση (ή αντίθετα η ανεργία) άργησε ακόμα περισσότερο με τα προκρισιακά ποσοστά να ανακτώνται το 1943 όταν η κούρσα των πολεμικών εξοπλισμών είχε αναζωογονήσει πλήρως την οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών και η τεράστια καταστροφή κεφαλαίου που προκάλεσε ο πόλεμος έδωσε χώρο για έναν γύρο συσσώρευσης. [19]  Ή όπως πολύ γλαφυρά αναφέρει ο Κρις Χάρμαν : 


«Όλες οι προσπάθειες του New Deal δεν στάθηκαν ικανές να σπρώξουν πέραν ενός ορισμένου σημείου την οικονομική βελτίωση που εκδηλώθηκε από το καλοκαίρι του 1933. Οι άνεργοι μειώθηκαν κατά 1,7 εκατομμύρια, όμως παρ' όλη αυτή τη μείωση, συνέχιζαν να υπάρχουν 12 εκατομμύρια άνθρωποι χωρίς δουλειά. Χρειάστηκε να φτάσει το 1937 για να επιστρέψει η παραγωγή στα επίπεδα του 1929, δηλαδή μετά από οχτώ ολόκληρα χρόνια κρίσης. Όμως, ακόμα και τότε, οι επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου στη βιομηχανία παρέμειναν σε χαμηλό επίπεδο και η ανεργία είχε φτάσει στο 14,3%. Όμως, τον Αύγουστο του 1937 αυτό το “μινι-μπουμ” έδωσε τη θέση του στην “πιο απότομη οικονομική κάμψη στην ιστορία των ΗΠΑ”, κατά τη διάρκεια της οποίας “χάθηκε το μισό έδαφος που είχαν κερδίσει κάποιοι δείκτες από το 1932”. [20]  

Ενώ για την αξία του πολέμου ως την ύψιστη μορφή «δημιουργικής καταστροφής» ο ίδιος συγγραφέας συμπληρώνει : 
«  Η “ειρηνική” οικονομία μετατράπηκε σε απλό παράρτημα της κεντρικά οργανωμένης πολεμικής οικονομίας. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ “δεν έλεγχε μόνο τον εξοπλιστικό τομέα της οικονομίας, ο οποίος απορροφούσε περίπου το μισό των παραγόμενων προϊόντων, αλλά αποφάσιζε ποια καταναλωτικά αγαθά θα παράγονταν και ποια δεν θα παράγονταν”. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ σπατάλησε τεράστια ποσά στην κατασκευή τεράστιων πολεμικών εργοστασίων, τα οποία τα παρέδωσε για να τα λειτουργήσουν ιδιωτικές εταιρείες. Οι κεφαλαιακές δαπάνες της κυβέρνησης το 1941 ήταν κατά 50% υψηλότερες από το σύνολο των βιομηχανικών επενδύσεων στη χώρα το 1939, και το 1943 το κράτος ήταν υπεύθυνο για το 90% όλων των επενδύσεων.  Για μια ακόμα φορά μια στρατιωτικοποιημένη οικονομία κυριαρχούμενη από το κράτος, φαινόταν να δίνει λύσεις στα προβλήματα που αντιμετώπιζε η οικονομία πριν τον πόλεμο. Μέσα σε τρία χρόνια τα εννιά εκατομμύρια ανέργων είχαν μειωθεί σε λιγότερο από ένα εκατομμύριο και η μη-πολεμική οικονομία γνώρισε κι αυτή μεγέθυνση, παρά τις τεράστιες δαπάνες σε μη-παραγωγικά προϊόντα. Η συνολική παραγωγή διπλασιάστηκε ανάμεσα στο 1940 και το 1943 και η καταναλωτική δαπάνη το 1943 - ακόμα και αν μετρηθεί με βάση τις τιμές του 1940 - ξεπερνούσε εκείνη των προηγούμενων χρόνων.  Η πολεμική οικονομία μπορούσε να πετύχει αυτό που δεν κατορθώθηκε σε οχτώ χρόνια New Deal - πλήρη αξιοποίηση της παραγωγικής ικανότητας του μεγαλύτερου από τους γερασμένους καπιταλισμούς.» [21]


Γράφημα 1 : ΑΕΠ και ανεργία στις ΗΠΑ κατά το διάστημα 1929-1940. Πηγή : Eric Rauchway. « The Great Depression and the New Deal: A Very Short Introduction». Εκδόσεις Oxford University Press, 2008. Σελίδα 55.



Ο πόλεμος και η Κρίση




Μελετώντας τα παραπάνω ιστορικά στοιχεία θα μπορούσε κανείς να καταλήξει στην εξής διαπίστωση : Μόνο όταν ξέσπασε ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος απελευθερώθηκαν οι δημόσιες δαπάνες και ξεπεράστηκε ο βάλτος της Κρίσης του ‘30. Ή όπως γλαφυρά το θέτει ο Γιάνης Βαρουφάκης : 


«Ο πόλεμος βέβαια απελευθέρωσε τον κρατικό προϋπολογισμό από κάθε πολιτικό περιορισμό. Η κυβέρνηση άρχισε να δαπανά σαν μην υπήρχε αύριο, το ομοσπονδιακό χρέος διπλασιάστηκε και ο κύκλος της αυτοτροφοδοτούμενης απαισιοδοξίας έσπασε.» [22]

Συνεπώς προκύπτει μια αφήγηση αμιγώς κεϋνσιανή, μια εξιστόρηση δηλαδή που δίνει ιδιαίτερο βάρος στην έλλειψη ενεργού ζήτησης καθιστώντας τη την γενεσιουργό αιτία κάθε (μεγάλης) κρίσης του καπιταλισμού. Με την ερμηνεία αυτή των αιτιών της Κρίσης θα αναμετρηθούμε παρακάτω.    

Το πρώτο ερώτημα είναι το εξής : «Νομιμοποιούμαστε να ζητάμε μια επιστροφή στις δημόσιες δαπάνες της έκτασης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ως απάντηση στην Δομική Κρίση του 2007-2008 που εκφράστηκε στην Ευρώπη ως κρίση του Ευρώ ;»
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό απαιτεί, κατ’ αρχάς, αναγνώριση του γεγονότος ότι οι μαζικές δημόσιες δαπάνες, κλίμακας ικανής να βγάλει την οικονομία από την (δομική) Κρίση, επιτυγχάνονται μόνο σε καιρό πολέμου. Δεν μπορούν να αναπαραχθούν και να επιτευχθούν σε οποιαδήποτε άλλη περίοδο. Αυτή η κρίσιμη παρατήρηση δεν είναι δική μας, αλλά του ίδιου του Κέυνς ο οποίος παρατηρεί : 


«Είναι, φαίνεται, πολιτικά αδύνατο για μια καπιταλιστική δημοκρατία να οργανώσει τις δαπάνες στην αναγκαία εκείνη κλίμακα ώστε να πραγματοποιήσει τα μεγάλα πειράματα που θα αποδείκνυαν τη θέση μου – εκτός και αν πρόκειται για συνθήκες πολέμου.». [23] 

Σε ένα άλλο έργο του, με τίτλο «The end of laissez - faire», λέει κάτι παρόμοιο : 


« Η εμπειρία του πολέμου στην οργάνωση της κοινωνικοποιημένης παραγωγής έχει κάνει πολλούς αυτόπτες παρατηρητές αισιόδοξα ανυπόμονους να θέλουν να την επαναλάβουν σε συνθήκες ειρήνης. Ο Πολεμικός Σοσιαλισμός αδιαμφισβήτητα πέτυχε μια παραγωγή πλούτου σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα απ’ ότι ξέραμε σε καιρό ειρήνης, γιατί παρότι τα αγαθά και οι υπηρεσίες που παρήχθησαν προορίζονταν για άμεση και άκαρπη εξαφάνιση, δεν έπαυαν να αποτελούν πλούτο. Παρ’ όλα αυτά η διασπορά προσπάθειας ήταν επίσης τεράστια, και η ατμόσφαιρα της σπατάλης και της μη-αποτίμησης του κόστους ήταν αηδιαστική για οποιοδήποτε φειδωλό και προνοητικό πνεύμα.» [24]

Μάλιστα ο νομπελίστας οικονομολόγος Paul Krugman και σύγχρονος εκφραστής της κεϋνσιανής θεωρίας μεταξύ σοβαρού και αστείου παρατήρησε ότι η οικονομία μας σε παγκόσμιο επίπεδο μπορεί να βγει από την Ύφεση μόνο αν η γη δεχτεί επίθεση (ή τουλάχιστον απειληθεί) από εξωγήινους, αναγκάζοντας με τον τρόπο αυτό τους γήινους να παραμερίσουν τις διαφορές και τις αναστολές τους, να επιδοθούν σε στρατιωτικές προετοιμασίες και κατ’ επέκταση σε τεράστιας κλίμακας δημόσιες δαπάνες που θα αναβιώσουν τις οικονομίες ζόμπι του σύγχρονου καπιταλισμού. [25]

Δεν δικαιούμαστε, λοιπόν, να αξιώνουμε την επανάληψη μαζικών, πολεμικής κλίμακας, δημόσιων δαπανών για την θανάτωση της Κρίσης και τη σταθεροποίηση των οικονομιών της ευρωζώνης, γιατί πολύ απλά αυτό μπορεί να γίνει μόνο σε πόλεμο.


Η ένδεια της υποκαταναλωτικής θεωρίας και τα όρια του Κεϋνσιανισμού




Περνάμε στο δεύτερο ερώτημα : «Πόσο καλά μπορεί να αντιμετωπίσει η Μετριοπαθής Πρόταση, των Βαρουφάκη, Holland, και Galbraith, για ένα “ευρωπαϊκό New Deal” την δομική κρίση της ευρωζώνης ;» ή αλλιώς «ποια είναι τα όρια της κεϋνσιανής παρέμβασης για την σωτηρία του καπιταλισμού».

Για την απάντηση του δεύτερου ερωτήματος απαιτείται η αποδόμηση της κεϋνσιανής επιχειρηματολογίας σχετικά με τις αιτίες μια δομικής Κρίσης και δη των μεγάλων Κρίσεων του 1929 και του 2007-2008. Όπως προαναφέραμε η κεϋνσιανή (σωστότερα υποκαταναλωτική) εξήγηση των Κρίσεων, βασιζόμενη στο αξίωμα ότι η καπιταλιστική παραγωγή έχει ως κίνητρό της την κατανάλωση, δίδει ιδιαίτερο βάρος σε δύο παράγοντες : 1) Στην καταναλωτική ζήτηση των οικονομικών υποκειμένων, καπιταλιστών και μισθωτών εργαζομένων, δηλαδή στην κατανάλωση του πληθυσμού. 2) Στις επενδύσεις των κεφαλαιοκρατών οι οποίοι σύμφωνα με τη διάλεκτο του Βέμπλεν και του Κέυνς διακρίνονται σε «ενεργούς καπιταλιστές» δηλαδή κλασσικούς επιχειρηματίες και μάνατζερς και σε «απόντες ιδιοκτήτες» ή «εισοδηματίες», δηλαδή μεγαλομετόχους και τραπεζίτες. [26] 

Για να γίνουμε πιο κατανοητοί ας παραθέσουμε τον Γιάνη Βαρουφάκη : 
«Όμως τι καθορίζει την απόφαση των μεγάλων εταιρειών να επενδύσουν ; Η απάντηση είναι : η αισιοδοξία ! Όταν οι μεγαλοεπιχειρηματίες σταθμίζουν αν πρέπει να πραγματοποιήσουν μεγάλης κλίμακας επενδύσεις (π. χ σε ένα νέο εργοστάσιο ή σε μια νέα γραμμή παραγωγής) ξενυχτάνε τα βράδια προσπαθώντας να μαντέψουν το μέλλον. Να μαντέψουν τι ; Το αν θα υπάρξει επαρκής ζήτηση για τα νέα προϊόντα που θα παραχθούν λόγω της νέας, μεγάλης επένδυσης. Και από τι θα εξαρτηθεί η ύπαρξη τέτοιας μελλοντικής ζήτησης ; Θα εξαρτηθεί, και οι επιχειρηματίες το γνωρίζουν αυτό, από το αν ένας μεγάλος αριθμός επιχειρηματιών σαν αυτούς επενδύσει μαζικά… Κάπως έτσι οι επιχειρηματίες πιάνονται στην παγίδα του Παραδόξου της Προφητείας»  [27]

Άρα κάλλιστα μπορεί κανείς να πει ότι αυτό που απαιτείται είναι ένα γιγαντιαίο πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων από τους υφιστάμενους θεσμούς της ΕΕ και της ευρωζώνης προκειμένου να αντιμετωπιστεί η Μεγάλη Ύφεση που μαστίζει τους λαούς της Ευρώπης και του κόσμου. Ακόμη και αν αγνοήσουμε το γεγονός ότι η Μετριοπαθής Πρόταση των Βαρουφάκη, Holland, Galbraith και δη οι επενδύσεις που προβλέπει αυτή από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και το Ευρωπαϊκό Επενδυτικό Ταμείο, δεν είναι με κανέναν τρόπο ένα πρόγραμμα μαζικών επενδύσεων, πολλώ δε μάλλον της κλίμακας ενός πολέμου, και επιπλέον παραβλέψουμε την παραπάνω μας διαπίστωση ότι τελικά μόνο ο Πολεμικός Κεϋνσιανισμός καταφέρνει να συγκεντρώσει τα απαιτούμενα ποσά για την αντιμετώπιση της «παγίδας ρευστότητας» του επιπέδου μιας Κρίσης με κεφαλαίο Κ, (όπως αυτές του 1929 και του 2008) τελικά ένα «ευρωπαϊκό New Deal» είναι απλά ανέφικτο γιατί μην αναγνωρίζοντας ορθώς τις πραγματικές αιτίες της κρίσης προσπαθεί να αντιμετωπίσει λάθος πράγμα.

Ας εξηγηθούμε. Η κρίση του 1929 και αυτή του 2007-2008 δεν ήταν κρίσεις έλλειψης ενεργού ζήτησης, ή αλλιώς κρίσεις υποκατανάλωσης/υπερπαραγωγής. Και οι δύο αποτέλεσαν καραμπινάτες κρίσεις κερδοφορίας ή κρίσεις υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου. [28] Η οικονομία των αυτό-ρυθμιζόμενων αγορών, ο καπιταλισμός γενικότερα, έχει ως ειδοποιό γνώρισμα την αέναη αυτοεπέκταση του κεφαλαίου και συνεπώς των κερδών. Τα κέρδη, όντας το αίμα, η ίδια η ζωή του συστήματος, πρέπει πάση θυσία να αυξάνουν. Όταν τα κέρδη και ακριβέστερα τα ποσοστά κέρδους, δηλαδή το κλάσμα των κερδών προς τα ιστορικά κόστη των επενδύσεων, πέσουν τότε διακόπτεται η «εύρυθμη» λειτουργία του συστήματος. Από μόνα τους, όμως, τα ποσοστά κέρδους δεν αποτελούν εγγύς, αλλά απέχον αίτιο της κρίσης. Οδηγούν, δηλαδή, σε κρίσεις μόνο σε συνδυασμό με την αστάθεια της πιστωτικής αγοράς και με την αστάθεια που προκαλείται από τη χαμηλή (όχι απαραίτητα πτωτική) αποδοτικότητα.

Τι ρίχνει τα ποσοστά κέρδους ; Σύμφωνα με τα λεγόμενα του εισηγητή της εν λόγω θεωρίας, Μαρξ : 
«Η αυξανόμενη τάση του γενικού ποσοστού κέρδους να πέφτει, αποτελεί λοιπόν απλώς μια έκφραση, που προσιδιάζει στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, της συνεχιζόμενης ανάπτυξης της κοινωνικής παραγωγικής δύναμης της εργασίας» [29]. 
Ο Αντρέ Γκορζ συνηγορώντας με τη θεωρία του Μαρξ περί κερδοφορίας αναφέρει, ως επίρρωση των παραπάνω, τα εξής : 
«Η πληροφορική και η ρομποτική δίνουν δυνατότητα παραγωγής μεγαλύτερης ποσότητας εμπορευμάτων με μικρότερη ποσότητα εργασίας. Το κόστος παραγωγής ανά μονάδα προϊόντος μειώνεται διαρκώς και η τιμή των προϊόντων ακολουθεί πτωτική τάση.  Όσο όμως πέφτει το κόστος της εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, τόσο πρέπει να αυξηθεί και η αξία που παράγεται από τον εργάτη - η παραγωγικότητα του – έτσι που να μην ελαττωθεί το κέρδος που πρέπει να βγει. Έχουμε λοιπόν το παράδοξο φαινόμενο ότι όσο αυξάνεται η παραγωγικότητα, τόσο να πρέπει να αυξηθεί ακόμα περισσότερο, για να μη μειωθεί το σύνολο του κέρδους. Έτσι ο αγώνας δρόμου για την παραγωγικότητα επιταχύνεται, το εργατικό δυναμικό μειώνεται, η πίεση πάνω στο προσωπικό γίνεται πιο σκληρή, το ύψος και η μάζα των μισθών πέφτει. Το σύστημα εξελίσσεται προς το εσωτερικό σημείο όπου η παραγωγή και η επένδυση στην παραγωγή παύουν να είναι αρκετά κερδοφόρες.» [30]

Το να προτείνουμε, λοιπόν, έναν πολεμικό κεϋνσιανισμό, σήμερα ισοδυναμεί με απόλυτη άγνοια των αιτιών της κρίσης. Η κρίση σήμερα δεν είναι αποτέλεσμα ανεπαρκής ενεργού ζήτησης, συνεπώς δεν μπορεί να επιδιορθωθεί με μαζικής κλίμακας δημόσιες δαπάνες, ακόμη και αν δεχτούμε ως υπόθεση εργασίας ότι μπορούμε να πετύχουμε τέτοια δημοσιονομικά «ανοίγματα» χωρίς πόλεμο. Είναι πρωτίστως πρόβλημα ανεπαρκούς κερδοφορίας, δηλαδή αδυναμίας του σύγχρονου καπιταλισμού να «αξιοποιήσει» τις δημόσιες αυτές επενδύσεις. Ακριβώς όπως και το ’30 (βλέπε Γράφημα 2 και Γράφημα 3).

Γράφημα 2 : Το εταιρικό ποσοστό κέρδους (%) στις ΗΠΑ κατά το διάστημα 1929-1945. Πηγή : Michael Roberts. «The Great Depression and the War». https://thenextrecession.wordpress.com/2012/08/06/the-great-depression-and-the-war/

Γράφημα 3 : Παγκόσμιο ποσοστό κέρδους (%) κατά το διάστημα 1869-2007. Πηγή : Michael Roberts. «It’s a long-term decline in the rate of profit – and I am not joking!». https://thenextrecession.wordpress.com/2015/06/01/theres-a-long-term-decline-in-the-rate-of-profit-and-i-am-not-joking/



Οι κεϋνσιανές λύσεις το πολύ-πολύ, και με την πολύ αυστηρή προϋπόθεση των γιγαντιαίας κλίμακας δημοσίων δαπανών, να δώσουν μια παράταση στο ξέσπασμα της κρίσης. Δεν λύνουν το πρόβλημα. Το μεταθέτουν. Αυτό μας έδειξε το πείραμα του New Deal. Στην πραγματικότητα το πρόβλημα κερδοφορίας αντιμετωπίζεται πάντα με την καταστροφή ή την μαζική απαξίωση «νεκρών» κεφαλαίων, δηλαδή κεφαλαίων που συσσωρεύτηκαν στο παρελθόν και τα οποία λιμνάζουν λόγω της Κρίσης. Ο πόλεμος επιτελεί πρωτίστως αυτόν τον σκοπό και όχι τόσο τον απελευθερωτή των δημόσιων δαπανών.  Ο πόλεμος με την καταστροφική του δύναμη καταστρέφει μαζικά «νεκρό» ή λιμνάζον κεφάλαιο δημιουργώντας χώρο για την έναρξη νέων κύκλων συσσώρευσης κεφαλαίου στα διάκενα. Όλα αυτά με την προϋπόθεση ότι επιζητούμε λύση εντός του υφιστάμενου πλέγματος κοινωνικών σχέσεων παραγωγής και ανταλλαγής. Εντός του καπιταλισμού μόνο με πόλεμο θα βγούμε από την κρίση, όπως και το ’30, ή με τη μαζική απαξίωση κεφαλαιακής αξίας σε έκταση τέτοια που το κόστος σε ανθρώπινες ζωές θα προσιδιάζει σε πόλεμο. Η εναλλακτική είναι η ρήξη με το σύστημα και η είσοδος σε ένα πιο δίκαιο τρόπο παραγωγής και ανταλλαγής και σε μια πιο ανθρώπινη κοινωνία.

Ο εύλογος αντίλογος είναι ο εξής : «Μήπως η θεωρία της πτώσης των ποσοστών κέρδους μπερδεύει τις αιτίες με τα αποτελέσματα ; Με άλλα λόγια μήπως η πτώση των ποσοστών κέρδους οφείλεται ακριβώς στη μειωμένη ενεργό ζήτηση η οποία, σύμφωνα με τους θεωρητικούς της υποκατανάλωσης (Κέυνς, Χομπσον, Μάλθους, Σισμοντί, Sweezy, Λουξεμπουργκ, κ.ο.κ)  προκαλεί μείωση των επενδύσεων και συνεπώς και μείωση του όγκου των κερδών ;» Για να ισχύει αυτή η κριτική απέναντι στην θεωρία της υπερσυσσώρευσης ως ερμηνείας των Κρίσεων του καπιταλισμού πρέπει τις δημόσιες δαπάνες του Β’ Παγκοσμίου πολέμου να τις συνόδευσε και μια ανάλογη αύξηση στο ποσοστό κατανάλωσης. Κάτι τέτοιο, όπως φαίνεται και στο Γράφημα 4, δεν συνέβη. Για την ακρίβεια συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Όσο αυξάνονταν οι δημόσιες δαπάνες ένεκα του πολέμου, τόσο μειωνόταν και η κατανάλωση του πληθυσμού. Αυτό οφείλεται πρωτίστως στην ίδια τη φύση της κεντρικά διοικούμενης πολεμικής οικονομίας, όπου κυριαρχεί η παραγωγή εμπορευμάτων κατίσχυσης και καταστροφής έναντι της παραγωγής καταναλωτικών αγαθών.

Ο Guglielmo Carchedi συνοψίζει άριστα την αφήγηση για την Κρίση του ’30 με βάση την θεωρία της πτώσης των ποσοστών κέρδους : 
«Γιατί ο πόλεμος έφερε τέτοια κορύφωση στη κερδοφορία την περίοδο 1940-1945 ; Ο παρανομαστής του ποσοστού [κέρδους] όχι μόνο δεν αυξήθηκε, αλλά μειώθηκε λόγω του ότι η φυσική απαξίωση των μέσων παραγωγής ήταν μεγαλύτερη από τις νέες επενδύσεις. Την ίδια στιγμή, η ανεργία ουσιαστικά εξαφανίστηκε. Η μειωμένη ανεργία έκανε δυνατούς τους υψηλότερους μισθούς. Αλλά οι υψηλότεροι μισθοί δεν ελάττωσαν την κερδοφορία. Για την ακρίβεια, η μετατροπή των πολιτικών σε πολεμικές επιχειρήσεις μείωσε την προσφορά πολιτικών αγαθών. Οι υψηλότεροι μισθοί και η μειωμένη παραγωγή καταναλωτικών αγαθών σήμαιναν ότι η αγοραστική δύναμη της εργασίας έπρεπε να συμπιεστεί σημαντικά προκειμένου να αποφευχθεί ο πληθωρισμός. Αυτό επετεύχθη μέσω της θεσμοθέτησης του πρώτου γενικού φόρου εισοδήματος, αποθαρρύνοντας έτσι την καταναλωτική δαπάνη (η καταναλωτική πίστωση απαγορευόταν) και τονώνοντας την καταναλωτική αποταμίευση, πρωταρχικά μέσω της επένδυσης σε ομόλογα πολέμου. Συνεπώς, η εργασία εξαναγκάστηκε να αναβάλλει την δαπάνη μιας ευμεγέθους μερίδας των μισθών της. Την ίδια στιγμή το ποσοστό εκμετάλλευσης της εργασίας αυξήθηκε. Στην ουσία, η πολεμική προσπάθεια ήταν μια χρηματοδοτημένη από την εργασία μαζική παραγωγή μέσων καταστροφής.» [31]   


Γράφημα 4 : Κατανάλωση και Επενδύσεις στις ΗΠΑ ως ποσοστό (%) του ΑΕΠ κατά το διάστημα 1929-1945. Πηγή : Michael Roberts. «The Great Depression and the War». https://thenextrecession.wordpress.com/2012/08/06/the-great-depression-and-the-war/


Η «δημιουργική ασάφεια» του ευρωπαϊκού New Deal




Προχωράμε τέλος στο τρίτο ερώτημα : «Έχει κάποια, πολιτική ή άλλου είδους, χρησιμότητα η βάφτιση αυτού του προγράμματος επίλυσης των «τεσσάρων κρίσεων της ευρωζώνης» ως “ευρωπαϊκό New Deal”».

Μετά από τα παραπάνω, δηλαδή μετά την ιστορική και οικονομική αποδόμηση της πολιτικής των New Deals, ευρωπαϊκών ή/και παραδοσιακών, έρχεται η ώρα της κατάρριψης της οποιαδήποτε αξίας που μπορεί να διατηρεί το σύνθημα «ευρωπαϊκό New Deal» σε επίπεδο ψυχολογικής στόχευσης, δηλαδή σε επίπεδο συνθηματολογίας.

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να είναι απαράβατος κανόνας και θέση αρχής για κάθε λαϊκό αγωνιστή που αντιπαλεύει βάναυσα την πολιτική κληρονομιά του Κικέρωνα και του Αλκιβιάδη, ότι θα αγωνίζεται με εφάμιλλο ζήλο και ενάντια σε κενά συνθήματα που προσπαθούν να χειραγωγήσουν τις μάζες και να μετατρέψουν την πολιτική κονίστρα σε έναν ατελείωτο «πόλεμο φράσεων» (όπως έλεγε ο Χούβερ) χωρίς αντιπαραθέσεις ουσίας που να αντανακλούν πραγματικές και αντιμαχόμενες κοινωνικές τάσεις και τάξεις.

Αν λοιπόν το New Deal, είτε πριν, είτε μετά το 1936 και το νομοσχέδιο Wagner δεν κατάφερε να βγάλει τις ΗΠΑ από το τέλμα τότε γιατί το ευαγγελίζονται, έστω και ως  σύνθημα, οι συγγραφείς του έργου «Μια μετριοπαθής πρόταση για την επίλυση της κρίσης του ευρώ», δηλαδή οι Γιάνης Βαρουφάκης, Stuart Holland και  James. K. Galbraith; Το μεταχειρίζονται, δηλαδή, ως ένα κενό σύνθημα, ως μια ακόμη φράση στερούμενης ιστορικής και οικονομικής βάσης.

Θα αντιτάξουν κάποιοι, υπερασπίζοντας τους τρείς οικονομολόγους (Βαρουφάκη, Holland, Galbraith) : «Μήπως οι δικές τους μελέτες και τα δικά τους στοιχεία έρχονται σε σύγκρουση με το παραπάνω αφήγημα σχετικά με το ότι ο πόλεμος αποτέλεσε τον σωτήρα του καπιταλισμού βγάζοντας τις οικονομίες (και δη αυτή των ΗΠΑ) από την Μεγάλη Ύφεση; Μήπως προτείνουν ένα ευρωπαϊκό New Deal ως αποτέλεσμα της πεποίθησης τους ότι το αρχικό New Deal της δεκαετίας του ΄30 δούλεψε ;»

Τα ερωτήματα εύλογα και απολύτως λογικά. Θα απαντήσουν για μας οι ίδιοι οι συγγραφείς της Μετριοπαθούς Πρότασης.

Ο κ. Βαρουφάκης σ’ ένα από τα πιο γνωστά βιβλία του αναγνωρίζει και συμφωνεί με όλα τα παραπάνω σχετικά με το New Deal, την Κρίση και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ιδού τι γράφει για το υπό εξέταση θέμα: 
« Δυστυχώς, παρά τις πολλές εξαιρετικές ιδέες και τις ακόμα καλύτερες προθέσεις, το New Deal δε σταμάτησε τη Μεγάλη Ύφεση» [32] 
Και λίγο παρακάτω:
« [Οι πολιτικές του New Deal] δε σκότωσαν την Κρίση. Αυτό συνέβη επειδή η κυβέρνηση Ρούζβελτ φοβήθηκε τα ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού και έκανε πίσω πολύ νωρίς. Έτσι, το 1938 ξέσπασε ένα δεύτερο Κραχ, το ίδιο σημαντικό με εκείνο του 1929…Ο πόλεμος βέβαια απελευθέρωσε τον κρατικό προϋπολογισμό από κάθε πολιτικό περιορισμό. Η κυβέρνηση άρχισε να δαπανά σαν μην υπήρχε αύριο, το ομοσπονδιακό χρέος διπλασιάστηκε και ο κύκλος της αυτοτροφοδοτούμενης απαισιοδοξίας έσπασε.» [33]

Ο δε James K. Galbraith, έτερος εισηγητής της Μετριοπαθούς Πρότασης, μάλλον ξέχασε τα συμπεράσματα που εξήγαγε ο πατέρας του, ο μεγάλος οικονομολόγος John Kenneth Galbraith, μετά τη μελέτη του Μεγάλου Κραχ του 1929. Συγκεκριμένα ο John Kenneth Galbraith κατέληξε στο συμπέρασμα ότι : 
«Η Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του '30 δεν τέλειωσε ποτέ. Απλά εξαφανίστηκε μέσα στη μεγάλη κινητοποίηση της δεκαετίας του '40». [34]

Συνεπώς συμφωνούν ότι ο πόλεμος και όχι το New Deal έβγαλε τις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού από την Κρίση. Δοθέντων τούτων η εμμονή στο New Deal ως δέσμη πολιτικών για την αντιμετώπιση της δομικής κρίσης που διανύουμε καταντάει μάλλον συμπλεγματική.

Δεν πέτυχε η φιλοσοφία και το είδος των μέτρων που πάρθηκαν με το πρώτο New Deal και θα πετύχει το δεύτερο, ευρωπαϊκό αυτή τη φορά, New Deal;  Ειδικά όταν η πρόταση των συγγραφέων λέει ξεκάθαρα από τον ίδιο της τον τίτλο- Μετριοπαθής Πρόταση- ότι δεν θα λάβει ριζοσπαστικά μέτρα ούτε καν αν πάρουμε σαν μέτρο σύγκρισης το New Deal της δεύτερης περιόδου (μετά το 1936) ;

Είδαμε και παραπάνω ότι το «ευρωπαϊκό New Deal» της «Μετριοπαθούς Πρότασης για την επίλυση της κρίσης του ευρώ» είναι ένα εγχείρημα πολύ πιο περιορισμένο και συντηρητικό από αυτό του 1933-1939. Αξίζει να παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα από την «Μετριοπαθή Πρόταση» προκειμένου να σκιαγραφήσουμε το (αρκούντως συντηρητικό) πνεύμα του «ευρωπαϊκού New Deal» : 
«[οι τέσσερις λύσεις που συναποτελούν την Μετριοπαθή Πρόταση] « δεν απαιτούν την ίδρυση νέων θεσμών και, δεύτερον, εμπίπτουν στο υπάρχον ευρωπαϊκό νομικό καθεστώς.» [35] 
Όντως Μετριοπαθής ! Ο Ρούζβελτ, που όπως είδαμε δεν ήταν δα και κανένας επαναστάτης, ανέβηκε στην εξουσία εξασφαλίζοντας την υποψηφιότητά μέσα στο κόμμα των Δημοκρατικών για την κάθοδο στις προεδρικές εκλογές, μέσα από μια σειρά συμφωνίες και ελιγμούς και όχι μέσω κάποιας, έστω και μεταρρυθμιστικής, παλίρροιας. [36]. 

Το γεγονός αυτό, δηλαδή το ότι το New Deal δεν ήταν αποτέλεσμα επαναστατικής διαδικασίας και ως εκ τούτου κινήθηκε εντός του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα εξέλιξή του. Η κατανόηση αυτού του γεγονότος έχει κεφαλαιώδη σημασία για την κατανόηση της πορείας και της αποτελεσματικότητας του New Deal. Σε όλη τη διάρκεια της ζωής του New Deal κάθε απόπειρα λήψης μέτρων για την ανακούφιση των μαζών εμποδιζόταν από δύο προπύργια του αστικού κράτους που βρίσκονταν στην υπηρεσία των υστερικών και κοντόθωρων μεγαλο-καπιταλιστών της εποχής, τουτέστιν από το Κογκρέσο και από το Ανώτατο Δικαστήριο. Μόνο όταν ξεκίνησε ο πόλεμος οι δύο αυτοί θεσμοί της αστικής εξουσίας αναγκάστηκαν να παραδώσουν ακόμη πιο διευρυμένες εξουσίες στον πρόεδρο και να ανοίξουν το δρόμο για τις δημόσιες δαπάνες της στρατιωτιοβιομηχανικής οικονομίας.

Συνεπώς η ιστορία του New Deal των ΗΠΑ μας διδάσκει ότι μετά από μια δομική Κρίση του καπιταλισμού, όπου λόγω της κατάρρευσης των κερδών οι «από πάνω» δεν έχουν τα οικονομικά μέσα για την εξαγορά της συναίνεσης του πληθυσμού, οπότε δεν μπορούν να κυβερνήσουν όπως πρώτα και οι «από κάτω», λόγω της ανέχειας, δεν θέλουν να κυβερνηθούν όπως παλιά, οι πληττόμενοι κοινωνικοί σχηματισμοί εισέρχονται σε «προ-επαναστατική περίοδο». Ανοίγονται, δηλαδή, ευκαιρίες και δυνατότητες προς εκμετάλλευση από τους λαούς για τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Οι ίδιες ευκαιρίες δίδονται και σε κάποια μέλη της αστικής τάξης για τον αντιδραστικό μετασχηματισμό της οικονομίας και του καθεστώτος συσσώρευσης.  Όποιος στηρίζει «Μετριοπαθείς Προτάσεις» σε τέτοιες περιόδους είναι καταδικασμένος σε κονιορτοποίηση από τις συμπληγάδες της κοινωνικής αλλαγής.

Το παραπάνω επιχείρημα ενισχύεται ακόμη περισσότερο αν αναλογιστούμε ότι το New Deal του Ρούζβελτ ήταν σε επίπεδο νομισματικής θεωρίας και πρακτικής πολύ πιο προωθημένο σε σχέση με τη σύγχρονη ευρωπαϊκή εκδοχή του.Το New Deal της Αμερικής άμεσα εγκατέλειψε το Χρυσό Κανόνα (το σκληρό νόμισμα της εποχής τους) απελευθερώνοντας το δολάριο από τα δεσμά της αντι-πληθωριστικής πολιτικής των μονεταριστών εις βάρος των τραπεζιτών και των κατόχων χρεογράφων. 

Ήταν το πρώτο βήμα ενάντια στη λιτότητα, δηλαδή ενάντια στη προσπάθεια των τραπεζιτών να μετακυλήσουν το κόστος της δικής τους κρίσης στους ώμους του αμερικανικού λαού. Δυστυχώς έμεινε μετέωρο καθώς ο Ρούζβελτ, παραμένοντας πιστός στην τάξη του και όντας προσκολλημένος στα αξιώματα της οικονομικής επιστήμης της εποχής του, προτίμησε να κινηθεί εντός του υφιστάμενου πλαισίου, με αποτέλεσμα κάθε του προσπάθεια να σαμποτάρεται από τα μέλη της ίδιας του της τάξης. Σε αντίθεση με το New Deal του ’30, στην ευρωπαϊκή εκδοχή του New Deal των Βαρουφάκη, Holland και Galbraith το σκληρό νόμισμα της εποχής μας, το ευρώ, παραμένει. 

Επιπλέον αξίζει να σημειωθεί ότι στο New Deal του Ρούζβελτ το επίπεδο των δημοσίων δαπανών έφτασε το 8 % του ΑΕΠ των ΗΠΑ το 1938. [37] Παρομοίως το σύγχρονο «ευρωπαϊκό New Deal» μέσω του «Πανευρωπαϊκού Επενδυτικού Προγράμματος», που κατά τους συγγραφείς της πρότασης πρέπει να ανακοινωθεί από κοινού από το Ecofin, το Eurogroup, την Ευρωπαϊκή Επενδυτική Τράπεζα και το Ευρωπαϊκό Επενδυτικό Ταμείο, προβλέπεται να ανέλθει στο 8% του ΑΕΠ της ευρωζώνης. [38] Όταν αναλογιστούμε, όμως, ότι για να βγουν οι ΗΠΑ από την Κρίση χρειάστηκε, πέραν της τεράστιας φυσικής καταστροφής κεφαλαίου, να φθάσουν οι δημόσιες δαπάνες στο 40 % του ΑΕΠ των ΗΠΑ το 1943, [39] επιστρέφουμε εκ νέου στις προαναφερθείσες διαπιστώσεις μας και ξαναθυμίζουμε ότι για να ανακάμψει το σύστημα από μια Κρίση με κεφαλαίο Κ (1929, 2007-2008), απαιτούνται δύο προϋποθέσεις :

  • Μαζικής κλίμακας δημόσιες επενδύσεις, του επιπέδου που μόνο ένας πόλεμος μπορεί να επιτύχει. Με άλλα λόγια επίπεδο επενδύσεων στο 8% του ΑΕΠ της ευρωζώνης απλά δεν φτάνει ούτε καν για να σταθεροποιήσει την ευρωπαϊκή οικονομία.
  • Εκτεταμένη καταστροφή κεφαλαίου (θάνατος ανθρώπων-εργατικού δυναμικού, καταστροφή παγίου κεφαλαίου-βομβαρδισμός περιοχών, απαξίωση κεφαλαίου-αλυσίδες χρεοκοπιών και υποτιμήσεων κ.ο.κ) ώστε να δοθεί χώρος για μια νέα οικονομική διαστολή του συστήματος. Κάτι τέτοιο παρόλη την ύφεση και το μπαράζ χρεοκοπιών κρατών και ιδιωτών δεν έχει επιτευχθεί (ή απλά επίσης δεν είναι αρκετό) όπως υποδηλώνουν και τα αναιμικά οικονομικά μεγέθη της ευρωζώνης.

Επίσης πρέπει να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι το ευρωπαϊκό New Deal των συγγραφέων πουθενά δεν προβλέπει ότι θα απελευθερωθούν οι προϋπολογισμοί των κρατών μελών της ευρωζώνης προκειμένου να τροφοδοτήσουν την ανάπτυξη, παρά τις ορθές διαπιστώσεις του Βαρουφάκη σε άλλα του βιβλία για το τελείως παράλογο των ισοσκελισμένων (ή ακόμη και των πλεονασματικών) προϋπολογισμών εν μέσω κρίσης.

Τι απομένει, επομένως, από τη χρησιμότητα του «ευρωπαϊκού New Deal» ώστε να δικαιολογείται η υποστήριξη του σήμερα ; Ή διαφορετικά επαναλαμβάνοντας το αρχικό, 3ο στη σειρά, ερώτημα : Έχει κάποια, πολιτική ή άλλου είδους, χρησιμότητα η βάφτιση αυτού του προγράμματος επίλυσης των “τεσσάρων κρίσεων της ευρωζώνης” ως “ευρωπαϊκό New Deal”;

Μένει ένα κατά κάποιο τρόπο παιγνιοθεωρητικό σχήμα. Να θυμηθούμε ότι στη Θεωρία Παιγνίων « η δύναμη της προφητείας ενεργοποιείται δια μέσου του άμεσου δεσμού μεταξύ προσδοκιών (των άλλων ανθρώπων) και κινήτρων (του ίδιου δρώντος)»[40] Αν κάνουμε μια κατάδυση στην λογική της «Realpolitik», δηλαδή στη Μακιαβελική λογική του «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», και αγνοήσουμε, έστω και ως υπόθεση εργασίας, το καθήκον μας να λέμε την αλήθεια στη Πολιτική, και υποθέσουμε ότι οι περισσότεροι λαοί της Ευρώπης, έχοντας μια λειψή (ή και λανθασμένη) γνώση της ιστορίας, έχουν προσδώσει στο New Deal ένα θετικό πρόσημο, τότε οφείλουμε να κινηθούμε όπως ο Ρούζβελτ και να χρησιμοποιήσουμε τη φράση (ή τις φράσεις) που συγκινούν τις μάζες προκειμένου να τις οδηγήσουμε προς την υλοποίηση των στρατηγικών μας στόχων (στη προκειμένη στην επίλυση της κρίσης του ευρώ).

Με δύο λόγια επαφίεσαι στις προσδοκίες των λαών που συνδέονται με το πρόταγμα του «ευρωπαϊκού New Deal» για να επάγεις την αισιοδοξία και να ξεφύγεις από την παγίδα του «Παραδόξου της Προφητείας», όπου η πρόβλεψη ενός ζοφερού μέλλοντος (απαισιοδοξία) γεννά πράγματι μια ζοφερή πραγματικότητα (υλοποιεί την απαισιοδοξία). 

Το πρόβλημα πάλι ξεδιαλύνεται και απαντιέται μέσω της επίκλησης των ιστορικών γεγονότων. Για την ακρίβεια ο λαός των ΗΠΑ στήριξε με όλη του τη ψυχή το New Deal μόνο όταν ο Ρούζβελτ απώλεσε τα βαρίδια των ψευδαισθήσεων του για μια ταξική και κοινωνική ειρήνη εν μέσω παγκόσμιας κρίσης. Μόνο όταν καταφέρθηκε ενάντια στους «οικονομικούς βασιλόφρονες» και ανέδειξε ως κεντρικό θέμα της ρητορικής του την «υπεράσπιση της δημοκρατίας» απέναντι στην «οικονομική τυραννία» των «προνομιούχων πριγκίπων των νέων οικονομικών δυναστειών», αγκαλιάστηκε από τον δοκιμαζόμενο αμερικανικό λαό. [41]

Αυτό επιζητά και σήμερα ο ελληνικός λαός ο οποίος αποδεδειγμένα στηρίζει την κυβέρνηση «Κοινωνικής Σωτηρίας» ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μόνο όταν προτίθεται να έρθει σε ρήξη με του δανειστές και το Ευρωπαϊκό Αυτοκρατορικό Τρίγωνο (Εθνικός κράτος Γερμανίας-Γραφειοκρατία των Βρυξελλών-Πολυεθνικές επιχειρήσεις) [42] υπέρ των συμφερόντων των λαϊκών τάξεων. Ξεκάθαρες κουβέντες και ακόμη πιο καθαρές και αποφασιστικές πράξεις χρειάζεται ο ελληνικός λαός. Όχι κενά συνθήματα και φράσεις.  



Και με την σημερινή κρίση ; New Deal ή πόλεμος ; Grexit !



 Τελικά ποια είναι η προτεινόμενη λύση από τον γράφοντα ώστε να μην υπάρχει ένα κενό προβληματικής : New Deal ή πόλεμος; Το δίλημμα αυτό είναι αναμφίβολα ψευδεπίγραφο και παραπλανητικό. Η ενδεδειγμένη απάντηση στη σημερινή Κρίση προκύπτει από την ανάλυση του (σύγχρονου) καπιταλισμού.

Ο σύγχρονος χρηματιστικοποιημένος καπιταλισμός έχει, σύμφωνα με τον Κώστα Λαπαβίτσα, τα εξής χαρακτηριστικά :
  1. Οι υπερεθνικές εταιρείες κυριάρχησαν στην παγκόσμια παραγωγή και στο διεθνές εμπόριο.
  2. Το κέντρο βάρους της παγκόσμιας παραγωγικής ικανότητας μετατοπίστηκε εν μέρει από τις ώριμες οικονομίες της Δύσης προς τις ανερχόμενες οικονομίες της Ανατολής, κυρίως προς την Κίνα.
  3. Οι μη-χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις απομακρύνθηκαν σχετικά από τις τράπεζες και από άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
  4. Οι τράπεζες εστίασαν τη δραστηριότητα τους στις συναλλαγές ανοιχτής αγοράς, αποσκοπώντας να αποκομίσουν κέρδη μέσω του χρηματοπιστωτικού εμπορίου αντί μέσω του απευθείας δανεισμού, δικού τους και προς τρίτους. Ταυτόχρονα, οι τράπεζες στράφηκαν προς το ατομικό και προς το εισόδημα των νοικοκυριών ως πηγή κέρδους, συνδυάζοντας συχνά τις εμπορικές συναλλαγές στην ανοιχτή αγορά με το δανεισμό προς τα νοικοκυριά ή με τη συλλογή των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών.
  5. Άτομα και νοικοκυριά κατέληξαν να βασίζονται όλο και περισσότερο στο επίσημο χρηματοπιστωτικό σύστημα για να αποκτούν πρόσβαση σε ζωτικά αγαθά και υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένης της στέγης, της εκπαίδευσης, της υγείας και των μεταφορών. Οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών και των ατόμων κινητοποιήθηκαν επίσης σε αυξανόμενο βαθμό μέσω του επίσημου χρηματοπιστωτικού συστήματος. [43]


Από τις παραπάνω πέντε τάσεις συσσώρευσης που διαμόρφωσαν την χρηματιστικοποίηση ως δομικό μετασχηματισμό του καπιταλισμού, οι δύο τελευταίες (4 και 5) οδήγησαν τον Lazzarato να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «η σχέση πιστωτή-οφειλέτη επικαλύπτει τις σχέσεις κεφαλαίου-εργασίας, κράτους πρόνοιας-χρήστη, επιχείρησης-καταναλωτή, και τις διαπερνά εγκαθιδρύοντας τους χρήστες, τους εργαζόμενους και τους καταναλωτές ως “οφειλέτες”.» [44] Κατά τον Lazzarato : 
«Το χρέος είναι μια καθολική σχέση εξουσίας, αφού συμπεριλαμβάνει τους πάντες : ακόμη και όσοι είναι πολύ φτωχοί για να έχουν πρόσβαση σε δάνεια οφείλουν να πληρώνουν τόκους σε πιστωτές μέσω της αποπληρωμής του δημοσίου χρέους· ακόμη και οι χώρες που είναι πολύ φτωχές για να έχουν κράτος πρόνοιας οφείλουν να αποπληρώνουν τα χρέη τους. Η σχέση πιστωτή-οφειλέτη αφορά τον σημερινό πληθυσμό στο σύνολό του, αλλά κι εκείνους που έρχονται… Με τη γέννηση δεν μας κληροδοτείται πλέον το προπατορικό αμάρτημα αλλά το χρέος των προηγούμενων γενεών.» [45]

Για να αποφευχθούν ενδεχόμενες παρανοήσεις οφείλουμε να είμαστε απόλυτα ακριβείς σχετικά με τη θέση και το ρόλο του χρέους στον καπιταλισμό. Το χρέος ως κοινωνική σχέση, που αποτυπώνει σχέσεις εξάρτησης, εκμετάλλευσης, ισχύος και υποτέλειας, πάει χέρι-χέρι με την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Η συσσώρευση των χρεών συνοδεύει αναγκαστικά την συσσώρευση κεφαλαίου. Αυτό, όπως μας θυμίζει ο David Harvey, έχει καταδειχτεί με σαφήνεια από τον Μαρξ, και οφείλεται στην εγγενή αδυναμία του καπιταλισμού να καλύψει το κενό μεταξύ μελλοντικών κερδών που θα πραγματοποιηθούν αύριο και της ανάγκης για χρηματικό κεφάλαιο σήμερα ώστε να αρχίσει η επέκταση. Το κενό αυτό έρχεται να το καλύψει η πίστωση στηριζόμενη στην προσδοκία για την μελλοντική ανάπτυξη που με τα κέρδη της θα αποπληρώσει το δάνειο. Αν αυτή η προσδοκώμενη ανάπτυξη δεν πραγματοποιηθεί τότε εκδηλώνεται μια κρίση όπου τα χρέη δεν μπορούν να αποπληρωθούν. Συμπερασματικά, λοιπόν, ο David Harvey καταλήγει στην απλή, πλην εξαιρετικά εύστοχη, παρατήρηση «ότι η ψήφος ενάντια στην περαιτέρω δημιουργία χρέους είναι μια ψήφος υπέρ του τερματισμού του καπιταλισμού». [46]

Την ίδια άποψη έχει και ο Maurizio Lazzarato ο οποίος πολύ εύγλωττα περιγράφει την αξεδιάλυτη σύνδεση χρέους και καπιταλισμού ως εξής : 
«Πρέπει να αφαιρέσουμε από την πρόσοδο κάθε ηθική συνδήλωση, καθώς η ευθανασία του ραντιέρη, η έξωση του από την οικονομία, σε αντίθεση με την ευχή του Κέυνς, ο οποίος την είχε κάνει σύνθημα της αναδιάρθρωσης του καπιταλισμού μετά την κρίση του 1929, θα σήμαινε την ευθανασία όχι της «κερδοσκοπίας», αλλά του ίδιου του καπιταλισμού. Θα σήμαινε την ευθανασία της ατομικής ιδιοκτησίας και της κληρονομιάς, των δύο πολιτικών πυλώνων της νεοφιλελεύθερης οικονομίας. Επιπλέον το σύνολο της σύγχρονης καπιταλιστικής συσσώρευσης μπορεί να εξομοιωθεί με μία πρόσοδο…. Όταν ανάγουμε το χρηματοπιστωτικό σύστημα στην κερδοσκοπική του λειτουργία, παραγνωρίζουμε τον πολιτικό του ρόλο ως εκπροσώπου του “κοινωνικού κεφαλαίου” (Μαρξ), τον οποίο οι βιομηχανικοί καπιταλιστές δεν μπορούν τελικά να αναλάβουν, και τη λειτουργία που ασκεί ως “συλλογικός καπιταλιστής” (Λένιν), μέσω τεχνικών διακυβέρνησης, επί της κοινωνίας στο σύνολό της.» [47]  

Συνεπώς το χρέος από μόνο του, δεν είναι ειδοποιό γνώρισμα του σύγχρονου (χρηματιστικοποιημένου) καπιταλισμού. Αντιθέτως είναι εγγενές στοιχείο του καπιταλισμού, ως τρόπου παραγωγής και ανταλλαγής, ανεξαρτήτως της ιδιαίτερης ιστορικής του μορφής. Ιστορικά το χρέος προϋπήρχε της χρηματιστικοποίησης και μάλιστα προϋπήρχε του ίδιου του καπιταλισμού (η πρώτη καταγεγραμμένη αναφορά πιστωτικού χρήματος εντοπίζεται στη Μεσοποταμία και χρονολογείται στα 3500 π.Χ). [48] Ανέκαθεν όμως εξέφραζε την κυριαρχία του πιστωτή-εξουσιαστή επί του οφειλέτη-υποτελή. Αυτή η ανισότιμη κοινωνική σχέση του χρέους στη σημερινή χρηματιστικοποιημένη (νεοφιλελεύθερη) μορφή του καπιταλισμού αποκτά κεντρικό ρόλο και δρα ως εργαλείο εκμετάλλευσης, ελέγχου και κυριαρχίας όλων των λαών του πλανήτη στα χέρια της διεθνούς «ολιγαρχίας του χρήματος». [49]

Αν, όμως, το χρέος έχει τόσο κεντρική θέση στο σύστημα των αυτορυθμιζόμενων αγορών (καπιταλισμό) τότε πως ευσταθεί η θεωρία της κρίσης με βάση τα μειωμένα ποσοστά κέρδους ως ερμηνευτικό σχήμα της Κρίσης του 2007-2008.  Ο Μαρξ, ήδη το 19ο αιώνα, είχε πολλά να πει ως απάντηση στο παραπάνω ερώτημα : 
«…η πτώση του ποσοστού του κέρδους επιβραδύνει το σχηματισμό καινούργιων αυτοτελών κεφαλαίων και εμφανίζεται έτσι απειλητική για την ανάπτυξη του κεφαλαιοκρατικού προτσές παραγωγής, προάγει την υπερπαραγωγή, την κερδοσκοπία, τις κρίσεις, την εμφάνιση περίσσιου κεφαλαίου, παράλληλα με τον περίσσιο πληθυσμό…. Αν πέσει το ποσοστό κέρδους, τότε… αναπτύσσεται η κερδοσκοπία και η γενική εύνοια της κερδοσκοπίας από τις μανιώδεις προσπάθειες με νέες μέθοδες παραγωγής, με νέες επενδύσεις κεφαλαίου, με νέες τυχοδιωκτικές περιπέτειες να εξασφαλίσουν κάποιο έκτακτο κέρδος, που να είναι ανεξάρτητο από το γενικό μέσο όρο και που να υψώνεται πάνω από αυτόν » [50]

Τι μας λέει μέσω των παραπάνω αποσπασμάτων ο Μαρξ ; Κατ’ αρχάς ότι η πτώση του ποσοστού του κέρδους οδηγεί σε κρίση μόνο έμμεσα και με μια χρονοκαθυστέρηση. Η πτώση των ποσοστών κέρδους οδηγεί πρώτα σε αύξηση της κομπίνας και της αισχροκέρδειας («με νέες τυχοδιωκτικές περιπέτειες») και σε διόγκωση του χρέους που δεν μπορεί να αποπληρωθεί, και αυτά αποτελούν τα εγγύς αίτια της κρίσης. 
Όπως παρατηρεί ο Andrew Kliman
«Προκειμένου να μην επαναληφθεί αυτό που έγινε τη δεκαετία του 1930, οι υπεύθυνοι χρησιμοποίησαν με επιτυχία τη χρηματοδότηση και τις εγγυήσεις του χρέους για να καθυστερήσουν και να αναχαιτίσουν την καταστροφή κεφαλαίου» [51]

Πράγματι τα στατιστικά στοιχεία δικαιώνουν την ανάλυση του Μαρξ. Όπως δείχνει το έργο του Andrew Kliman «η αυξανόμενη επιβάρυνση του χρέους στις ΗΠΑ έχει τις απαρχές της στις αυξήσεις στον δανεισμό που άρχισαν να ξεπερνάνε τους ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ, περί τις αρχές της δεκαετίας του 1970.» Σύμφωνα με τον ίδιο συγγραφέα «…η σχετική στασιμότητα ξεκίνησε με την ύφεση στα μέσα της δεκαετίας του 1970 και … η οικονομία δεν κατάφερε να ανακάμψει ποτέ πλήρως». (βλέπε Γράφημα 5) «Η σχετική στασιμότητα κρατιόταν υπό έλεγχο μέσω μιας συνεχούς αύξησης του χρέους» (βλέπε Γράφημα 6). [52] Ο λόγος που επικεντρωνόμαστε στις ΗΠΑ οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι ήταν το επίκεντρο της πρόσφατης κρίσης. Παρ’ όλα αυτά παρόμοια αποτελέσματα προκύπτουν από την ανάλυση της κερδοφορίας (ποσοστών κέρδους) και στις ελληνικές επιχειρήσεις. [53] 

Με την  επιμονή μας στον «νόμο της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους» ουσιαστικά αναγνωρίζουμε ότι οι κρίσεις είναι εγγενείς στον καπιταλισμό και δεν προκαλούνται από «εξωτερικούς» προς αυτόν παράγοντες (π.χ. υποτονική ζήτηση), δηλαδή από παράγοντες που μπορούν να εξαλειφθούν αφήνοντας ανέπαφο το σύστημα. Όπως πολύ εύστοχα το έθεσε ο Μαρξ : 
«Η βίαιη εξάλειψη του κεφαλαίου, όχι μέσα από εξωτερικές σχέσεις, αλλά με εκείνες της δικής του συντήρησης, τέτοια είναι η πιο χτυπητή μορφή της προειδοποίησης που του γίνεται για να παραχωρήσει τη θέση του σε έναν ανώτερο τρόπο παραγωγής και να εξαφανισθεί.» [54] 
Σύμφωνα με τη μαρξική θεωρία, λοιπόν, οι οικονομικές κρίσεις ριζώνουν σε μια σχέση που είναι «εσωτερική» του κεφαλαίου : καθώς αυξάνεται η υλική αποδοτικότητα, οι αξίες των εμπορευμάτων πέφτουν, συνεπώς τείνουν να πέφτουν και οι τιμές τους κάτι που οδηγεί στην πτώση των ποσοστών κέρδους και τελικά σε οικονομικές κρίσεις.

Γράφημα 5 : Ποσοστά Κέρδους, Αμερικανικές εταιρείες. Πηγή : Andrew Kliman. «The Failure of Capitalist Production. Underlying Causes of the Great Recession». Εκδόσεις  Pluto Press, 2011. Σελίδα 76






Γράφημα 6 : Αυξομειώσεις του χρέους του Δημοσίου και των νοικοκυριών (ΗΠΑ). Πηγή : Andrew Kliman. «The Failure of Capitalist Production. Underlying Causes of the Great Recession». Εκδόσεις  Pluto Press, 2011. Σελίδα 63.


Ευθυγραμμιζόμαστε επομένως απόλυτα με το πνεύμα της πρότασης του David Harvey και του Maurizio Lazzarato όσον αφορά στο χρέος και τη σχέση του με τον καπιταλισμό, ενώ παράλληλα επικροτούμε την επισήμανση του Μαρξ  για την άρρηκτη σύνδεση των κρίσεων με τον καπιταλισμό. 

Συγκεκριμενοποιούμε, λοιπόν, τις παραπάνω προτάσεις και επισημάνσεις στο ελληνικό και ευρωπαϊκό ζήτημα προτάσσοντας την μη-αναγνώριση και ολική διαγραφή του δημοσίου χρέους με μονομερείς ενέργειες και την Σεισάχθεια για μικρομεσαίες επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Μια τέτοια ενέργεια, παρότι σε κάποιους ανίδεους και θερμοκέφαλους «αριστερούς υπερεπαναστάτες» φαντάζει ως μια λύση σε αστικά πλαίσια, στη πραγματικότητα, όπως μας δίδαξε η πολιτική οικονομία του Μαρξ, είναι μια αμιγώς επαναστατική κίνηση στη κατεύθυνση της ανατροπής του καπιταλισμού.

Ο συνδυασμός της μονομερούς διαγραφής του δημοσίου χρέους στο σύνολό του με την εθνικοποίηση της Τράπεζας της Ελλάδος και των συστημικών τραπεζών και με την μετάβαση σε Εθνικό Κρατικό Νόμισμα, ισοδυναμεί με την ανάκτηση της εθνικής, νομισματικής και διοικητικής κυριαρχίας από τον ελληνικό λαό. Αποτελούν κορυφαίες προϋποθέσεις ώστε ο ελληνικός πληθυσμός να αναβιβαστεί σε Έθνος ασκώντας τη συντακτική του εξουσία για τη δημιουργία ενός νέου συντάγματος το οποίο θα επικυρώνει την κυριαρχία του λαού στο τόπο του. Όπως το έθετε και ο Ένγκελς σχολιάζοντας το Πολωνικό Ζήτημα : 
« Οι Πολωνοί Σοσιαλιστές που δεν θέτουν την απελευθέρωση της πατρίδας τους στη κορυφή του προγράμματος τους, φαίνονται σε μένα όπως οι Γερμανοί Σοσιαλιστές που δεν απαιτούν πρώτα και κύρια την κατάργηση του νόμου για τους σοσιαλιστές, την ελευθερία του τύπου, των συνεταιρισμών και της συνάθροισης. Για να μπορέσει κάποιος να πολεμήσει πρέπει κατ’ αρχάς να έχει έδαφος για να σταθεί, αέρα, φως και χώρο. Διαφορετικά όλα είναι κενές φλυαρίες.» [55]

Γίνεται κατανοητό, λοιπόν, ότι κάθε ένα από τα παραπάνω προτάγματα είναι και από ένα καρφί στη καρδιά του καπιταλιστικού συστήματος. Αυτό που λείπει είναι το πολιτικό υποκείμενο, ο πολιτικός φορέας που θα τα εφαρμόσει. Ο ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας απολέσει και τα τελευταία προοδευτικά και προωθημένα στοιχεία του προγράμματός του, αδυνατεί να παίξει αυτό το ρόλο. Αυτό τουλάχιστον δείχνουν οι εξελίξεις και δη οι συνεχείς αναδιπλώσεις της κυβέρνησης κάτω από την πίεση του Ευρωπαϊκού Αυτοκρατορικού Τριγώνου (Γερμανία-Βρυξέλλες-Μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες και πολυεθνικές επιχειρήσεις). Οι αυστηροί όροι που επιβάλλει η συγκυρία μπορούν να ικανοποιηθούν μόνο από ένα μετωπικό σχήμα, ΕΑΜικού τύπου, το οποίο θα συσπειρώνει όλες τις δημοκρατικές δυνάμεις (κόμματα και οργανώσεις) στη βάση τριών ελάχιστων και συγκεκριμένων προταγμάτων: 

  1.  Μη αναγνώριση και διαγραφή του δημοσίου χρέους και σεισάχθεια (διαγραφή) των μικρομεσαίων ιδιωτικών χρεών.                                                                                                      
  2. Έξοδος από την ευρωζώνη και από την Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να σταματήσει η μνημονιακή καταιγίδα και για να ανακτήσουμε την εθνική μας κυριαρχία, ως προϋπόθεση οποιασδήποτε πολιτικής υπέρ του λαού.                                     
  3. Δημοκρατία μέσα από νέο σύνταγμα, με νέους εκλογικούς νόμους βασισμένους στην απλή αναλογική και με την τιμωρία των ενόχων για την ελληνική τραγωδία ώστε να αποκατασταθεί το κοινό περί δικαίου αίσθημα.   

Βιβλιογραφία και σημειώσεις

  1. Q. T. Cicero.  «Εγχειρίδιο προεκλογικής εκστρατείας». Εκδόσεις Πατάκη, Μάρτιος 2012, Πέμπτη Έκδοση. Μετάφραση Αθηνά Δημοπούλου-Πηλιούνη. Σελίδα 161. 
  2. Γιάνης Βαρουφάκης, Stuart Holland, James. K. Galbraith. «Μια μετριοπαθής πρόταση για την επίλυση της κρίσης του ευρώ». Εκδόσεις Ποταμός, 2014. Σελίδα 27. 
  3. Γιάνης Βαρουφάκης, Stuart Holland, James. K. Galbraith. «Μια μετριοπαθής πρόταση για την επίλυση της κρίσης του ευρώ». Εκδόσεις Ποταμός, 2014. Σελίδες 25-26.
  4. Eric Rauchway. « The Great Depression and the New Deal: A Very Short Introduction». Εκδόσεις Oxford University Press, 2008. Σελίδα 24.
  5. John Newsinger. « Αντεπίθεση. Η αμερικανική εργατική τάξη τη δεκαετία του ‘30». Εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2013. Σελίδα 103. Στο ίδιο συμπέρασμα, της εισόδου του New Deal στην πολιτική φρασεολογία κατ’ αρχήν ως εκλογικό σύνθημα της εκστρατείας του Ρούζβελτ που πρόσφερε ένα φρέσκο ξεκίνημα στους ψηφοφόρους χωρίς όμως να υπόσχεται κάτι συγκεκριμένο, καταλήγει και ο Eric Rauchway στο έργο του « The Great Depression and the New Deal: A Very Short Introduction». Εκδόσεις Oxford University Press, 2008. Σελίδα 56.
  6. Raymond Moley. « After Seven Years». Εκδόσεις Harper and Brothers, 1939. Σελίδες 369-370.
  7. John Newsinger. « Αντεπίθεση. Η αμερικανική εργατική τάξη τη δεκαετία του ‘30». Εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2013. Σελίδα 103.
  8. Eric Rauchway. « The Great Depression and the New Deal: A Very Short Introduction». Εκδόσεις Oxford University Press, 2008. Σελίδα 24.
  9. John Newsinger. « Αντεπίθεση. Η αμερικανική εργατική τάξη τη δεκαετία του ‘30». Εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2013. Σελίδα 100.
  10. William E. Leuchtenburg. «Franklin D. Roosevelt and the New Deal, 1932-1940». Εκδόσεις Harper Perennial, 2009. Σελίδα 37.
  11. Δανείζομαι τη φράση αυτή από τον Mark Blyth και το βιβλίο του «Λιτότητα. Η ιστορία μιας επικίνδυνης ιδέας.» Εκδόσεις Πανδώρα Books, 2014.  
  12. William E. Leuchtenburg. «Franklin D. Roosevelt and the New Deal, 1932-1940». Εκδόσεις Harper Perennial, 2009. Σελίδα 37.
  13. William E. Leuchtenburg. «Franklin D. Roosevelt and the New Deal, 1932-1940». Εκδόσεις Harper Perennial, 2009. Σελίδα 36.
  14. William E. Leuchtenburg. «Franklin D. Roosevelt and the New Deal, 1932-1940». Εκδόσεις Harper Perennial, 2009. Σελίδα 147.
  15. Emil Ludwig. «Roosevelt. A study in fortune and power». Αναφέρεται στο «Αντεπίθεση. Η αμερικανική εργατική τάξη τη δεκαετία του ‘30» του John Newsinger. Εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2013. Σελίδα 225.
  16. John Newsinger. « Αντεπίθεση. Η αμερικανική εργατική τάξη τη δεκαετία του ‘30». Εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2013. Σελίδα 221.
  17. Νίκος Κοτζιάς. «Ελλάδα αποικία χρέους. Ευρωπαϊκή Αυτοκρατορία και Γερμανική Πρωτοκαθεδρία». Εκδόσεις Πατάκη, 2013. Σελίδα 391.
  18. Randall E. Parker. « The Economics of the Great Depression. A Twenty-First Century Look Back at the Economics of the Interwar Era». Εκδόσεις Edward Elgar, 2007. Σελίδες 45, 66, 84, 98-99, 123, 134, 154, 175, 189, 207-208, 222, 240.
  19. Eric Rauchway. « The Great Depression and the New Deal: A Very Short Introduction». Εκδόσεις Oxford University Press, 2008. Σελίδα 127.
  20. Chris Harman. «Καπιταλισμός Ζόμπι. Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση και η επικαιρότητα του Μαρξ». Εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2011. Σελίδα 205.
  21.  Chris Harman. «Καπιταλισμός Ζόμπι. Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση και η επικαιρότητα του Μαρξ». Εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2011. Σελίδες 207-208.
  22. Γιάνης Βαρουφάκης. «Παγκόσμιος Μινώταυρος. Οι πραγματικές αιτίες της Κρίσης». Εκδόσεις Λιβάνη, 2012. Σελίδα 123
  23. Παρατίθεται από τον P. Renshaw στο The New Republic, Journal of Contemporary History, 1999. Τεύχος 34, σελίδες 364-377. Αναφέρεται στο άρθρο με τίτλο : «The Great Depression and the War»  του οικονομολόγου Michael Roberts.
  24. John Maynard Keynes. «The end of laissez-faire». Εκδόσεις Hogarth, 1926.  Μέρος τρίτο.
  25. http://www.huffingtonpost.com/2011/08/15/paul-krugman-fake-alien-invasion_n_926995.html και http://krugman.blogs.nytimes.com/2013/05/09/the-moral-equivalent-of-space-aliens/
  26. Για να είμαστε ακριβείς με την ορολογία οι υποκαταναλωτιστές αναγνώρισαν τρεις τύπους ενεργού ζήτησης (δηλαδή ζήτησης που υποστηρίζεται από χρήμα) : 1) Ζήτηση αποσβέσεων που επαναγοράζει κεφαλαιουχικά αγαθά για να αντικαταστήσει αυτά που αναλώθηκαν. 2) Ζήτηση εκ μέρους των καπιταλιστών για κατανάλωση και καθαρή επένδυση ώστε να καλυφθεί το «κενό ζήτησης» του καθαρού προϊόντος. 3) Καταναλωτική ζήτηση των εργατών που επαναγοράζουν το μερίδιο τους από την παραγωγή. Στη πραγματικότητα, όπως έδειξε ο Μαρξ, η καταναλωτική ζήτηση των  εργατών είναι μέρος και λειτουργικά αχώριστη από την επένδυση των κεφαλαιοκρατών. Οπότε η ενεργός ζήτηση καθορίζεται αποκλειστικά από τους καπιταλιστές.
  27. Γιάνης Βαρουφάκης. «Παγκόσμιος Μινώταυρος. Οι πραγματικές αιτίες της Κρίσης». Εκδόσεις Λιβάνη, 2012. Σελίδα 108
  28. Ιδού τι αναφέρει ο Καρλ Μαρξ για τη σχέση ποσοστού κέρδους και συσσώρευσης:  « Η πτώση του ποσοστού κέρδους και η επιταχυνόμενη συσσώρευση είναι απλώς διαφορετικές εκφράσεις του ίδιου προτσές, εφόσον και οι δύο εκφράζουν την ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης». Στο έργο «Το Κεφάλαιο» Τόμος τρίτος. Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1978. Σελίδα 305.
  29. Καρλ Μαρξ. «Το Κεφάλαιο» Τόμος τρίτος. Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1978. Σελίδα 269.
  30. Αντρέ Γκορζ . Άρθρο με τίτλο «Το τέλος του καπιταλισμού έχει πια αρχίσει». Δημοσιεύτηκε στις 17/9/2007.  
  31. Guglielmo Carchedi. Άρθρο με τίτλο «Behind and beyond the crisis» στο περιοδικό «International Socialism», τεύχος 132, 2011. Ολόκληρο το άρθρο εδώ : http://isj.org.uk/index.php4?id=761&issue=132
  32. Γιάνης Βαρουφάκης. «Παγκόσμιος Μινώταυρος. Οι πραγματικές αιτίες της Κρίσης». Εκδόσεις Λιβάνη, 2012. Σελίδα 106
  33. Γιάνης Βαρουφάκης. «Παγκόσμιος Μινώταυρος. Οι πραγματικές αιτίες της Κρίσης». Εκδόσεις Λιβάνη, 2012. Σελίδα 123
  34. John Kenneth Galbraith. «American Capitalism». Εκδόσεις Transaction, 1993. Σελίδα 65.
  35. Γιάνης Βαρουφάκης, Stuart Holland, James. K. Galbraith. «Μια μετριοπαθής πρόταση για την επίλυση της κρίσης του ευρώ». Εκδόσεις Ποταμός, 2014. Σελίδα 26.
  36. John Newsinger. « Αντεπίθεση. Η αμερικανική εργατική τάξη τη δεκαετία του ‘30». Εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2013. Σελίδα 102.
  37. Eric Rauchway. « The Great Depression and the New Deal: A Very Short Introduction». Εκδόσεις Oxford University Press, 2008. Σελίδα 126.
  38. Γιάνης Βαρουφάκης, Stuart Holland, James. K. Galbraith. «Μια μετριοπαθής πρόταση για την επίλυση της κρίσης του ευρώ». Εκδόσεις Ποταμός, 2014. Σελίδα 69.
  39. Eric Rauchway. « The Great Depression and the New Deal: A Very Short Introduction». Εκδόσεις Oxford University Press, 2008. Σελίδα 126.
  40. Γιάνης Βαρουφάκης. «Θεωρία Παιγνίων. Η θεωρία που φιλοδοξεί να ενοποιήσει τις κοινωνικές επιστήμες». Εκδόσεις Gutenberg, 2007. Σελίδα 669.
  41. John Newsinger. « Αντεπίθεση. Η αμερικανική εργατική τάξη τη δεκαετία του ‘30». Εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2013. Σελίδα 226.
  42. Νίκος Κοτζιάς. «Ελλάδα αποικία χρέους. Ευρωπαϊκή Αυτοκρατορία και Γερμανική Πρωτοκαθεδρία». Εκδόσεις Πατάκη, 2013. Σελίδες 70-72.
  43. Κώστας Λαπαβίτσας. «Κέρδος χωρίς παραγωγή. Πως το χρηματοπιστωτικό σύστημα μας εκμεταλλεύεται όλους.» Εκδόσεις Τόπος, 2014. Σελίδες 19, 21-22.
  44. Maurizio Lazzarato. «Η κατασκευή του χρεωμένου ανθρώπου. Δοκίμιο για τη φιλελεύθερη κατάσταση.» Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2014. Σελίδα 54.
  45. Maurizio Lazzarato. «Η κατασκευή του χρεωμένου ανθρώπου. Δοκίμιο για τη φιλελεύθερη κατάσταση.» Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2014. Σελίδες 56-57.
  46. David Harvey. Άρθρο με τίτλο «The Vote to End Capitalism». Ολόκληρο το άρθρο εδώ : http://davidharvey.org/2011/07/the-vote-to-end-capitalism/
  47. Maurizio Lazzarato. «Η κατασκευή του χρεωμένου ανθρώπου. Δοκίμιο για τη φιλελεύθερη κατάσταση.» Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2014. Σελίδα 46.
  48. David Graeber. «Debt. The First 5000 Years». Εκδόσεις Melville House, 2012. Σελίδα 214.
  49. Ο όρος «ολιγαρχία του χρήματος» είναι του Καρλ Μαρξ και συγκεκριμένα από το έργο του «Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850». Στο «Μαρξ-Ένγκελς. Διαλεχτά Έργα». Τόμος πρώτος. Ιδιωτική Εκδοτική. Σελίδες 162, 164. 
  50. Καρλ Μαρξ. «Το Κεφάλαιο» Τόμος τρίτος. Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1978. Σελίδες 306 και 327.
  51. Andrew Kliman. «Η αποτυχία της καπιταλιστικής παραγωγής : οι αιτίες της Μεγάλης Ύφεσης». Εκδόσεις Gognord. Σελίδα 44.
  52. Andrew Kliman. «Η αποτυχία της καπιταλιστικής παραγωγής : οι αιτίες της Μεγάλης Ύφεσης». Εκδόσεις Gognord. Σελίδα 101.
  53. Θανάσης Μανιάτης. «Συσσώρευση κεφαλαίου και κρίση στην παγκόσμια και την ελληνική οικονομία» στο συλλογικό έργο με τίτλο «Μαρξισμός και η ελληνική οικονομική κρίση». Εκδόσεις Gutenberg, 2013. Σελίδες 43-87.
  54. Καρλ Μαρξ. «Grundrisse». Εκδόσεις Α/συνεχεια, 2009. Σελίδα 218. 
  55. Friedrich Engels. Letter to Karl Kautsky, 7 February 1882. «Nationalism, Internationalism and the Polish Question». Marx-Engels Correspondence 1882. Ολόκληρο το κείμενο του Ένγκελς εδώ : https://www.marxists.org/archive/marx/works/1882/letters/82_02_07.htm