Thursday, 5 April 2018

καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν


Είναι αναντίρρητο γεγονός ότι τα 4 ευαγγέλια (τα τρία συνοπτικά και αυτό του Ιωάννη) είναι η μόνη πηγή πληροφορίας για την ζωή του Ιησού του Ναζωραίου. Είναι επίσης γεγονός ότι τα ευαγγέλια αν εξεταστούν από ιστορική σκοπιά είναι ανεπαρκή και πλημμελή κείμενα . Εξάλλου οι συγγραφείς τους δεν είχαν σκοπό να συγγράψουν ιστορικά δοκίμια.

Στα ευαγγέλια επικρατεί ο θεολογικός χαρακτήρας. Ένα από τα κύρια προβλήματα των ευαγγελίων, από την σκοπιά της ιστορικής έρευνας, είναι το γεγονός ότι οι ευαγγελιστές δεν τοποθετούν με χρονική αλληλουχία τα ιστορούμενα γεγονότα και δεν αφηγούνται με συνεκτικό τρόπο τις διάφορες πληροφορίες που παραθέτουν, αφήνοντάς τες εν πολλοίς σκόρπιες.  Τα γεγονότα συνδέονται χαλαρά με ένα «και», «ευθέως» ή «πάλιν». Επιπλέον είναι πολύ πιθανό τα ευαγγέλια που έχουμε στα χέρια μας να έχουν αλλαχτεί και πλαστογραφηθεί  στο διάβα της ιστορίας, περιέχοντας μόνο ένα μέρος της πληροφορίας που είχαν τα αρχικά αρχαία κείμενα που περιέγραφαν τη σταδιοδρομία του Ιησού. [1]
Συνεπώς δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτα βέβαιοι και διεξοδικοί αναφορικά με πολλές και σημαντικές πτυχές της ζωής και της δράσης του Ιησού της ιστορίας.

Ενδεικτικό του πόσα λίγα ξέρουμε για τον Ιησού είναι το πόσα περισσότερα ξέρουμε για τον (ετεροθαλή) αδελφό του, τον Ιάκωβο. Ο Ιησούς, βάσει της συνηθισμένης αφήγησης υπήρξε επικεφαλής ενός κινήματος μαθητών και πιστών του για περίπου τρία χρόνια [2], ενώ ο αδελφός του, ο Ιάκωβος, μετά τον θάνατο του Ιησού ηγήθηκε της πρώτης αποστολικής εκκλησίας (της κοινότητας των μαθητών του Ιησού) στην Ιερουσαλήμ για περίπου 30 χρόνια ! [3]

Παρ’ όλα αυτά από τα ευαγγέλια μπορούμε να εξάγουμε κάποια πολύ ασφαλή – κατά τη γνώμη μου αδιαμφισβήτητα-συμπεράσματα αναφορικά με την φύση των αιτημάτων που έθετε ο Ιησούς και το κίνημα του οποίου ηγήθηκε.

Το ερώτημα, λοιπόν, που ανακύπτει είναι το εξής: Ποιο πρόβλημα βάλθηκε να εξαλείψει ο Ιησούς ; Ή με άλλα λόγια, ποιο ήταν το κύριο μέλημά του ; Σ’ αυτό το ερώτημα απαντάμε στο επόμενο κεφάλαιο.

Ο Ιησούς για την ιδιοκτησία, την φτώχεια και τον πλούτο



Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι προφανής σε όσους διαβάσουν τα ευαγγέλια.

Ο Ιησούς ήταν τέκτων, δηλαδή τεχνίτης (κι όχι απαραίτητα ξυλουργός):
«οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τέκτωνὁ υἱὸς τῆς Μαρίας, ἀδελφὸς δὲ Ἰακώβου καὶ Ἰωσῆ καὶ Ἰούδα καὶ Σίμωνος;» (Κατά Μάρκον, 6,3)  
Καταγόταν συνεπώς από μια φτωχή οικογένεια. Βίωσε, λοιπόν, από πρώτο χέρι την φτώχεια, την αδικία και την εκμετάλλευση.

Ο Ιησούς, όμως, δεν ήταν συνηθισμένο πλάσμα. Η αξιοπρέπεια και η ηθική του δεν του επέτρεπαν να στρέψει το βλέμμα του μακριά από το πρόβλημα. Δεν συγκαταλεγόταν σε εκείνους που επιλέγουν τον εύκολο δρόμο προκειμένου να μην κάνουν το καθήκον τους απέναντι στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα. Δεν ανεχόταν και δεν συμβιβαζόταν με την αδικία.

Ο Ιησούς, έχοντας υποφέρει κι ο ίδιος από την ανέχεια, είδε τους φτωχούς, τους λυπήθηκε και βάλθηκε να τους σώσει.

Γράφει ο Ματθαίος:

«Και περιώδευε ο Ιησούς όλας τας πόλεις και τα χωρία διδάσκων εις τας συναγωγάς αυτών και κηρύσσων το χαρμόσυνον άγγελμα της βασιλείας των ουρανών και θεραπεύων κάθε ασθένειαν και κάθε καχεξίαν μεταξύ του λαού. Οταν δε είδε τα πλήθη του λαού, ησθάνθη ευσπλαγχνίαν και πόνον δι' αυτούς, διότι ήσαν αποκαμωμένοι πνευματικώς και  παραπεταμένοι, σαν πρόβατα που δεν είχαν ποιμένα. Τοτε λέγει στους μαθητάς του· “ο μεν θερισμός είναι πολύς αλλά οι εργάται είναι ολίγοι. » (Κατά Ματθαίον, 9,35 -9,37)

Ο, δε, Λουκάς γράφει τα εξής:
«Και αυτός, αφού εσήκωσε τα μάτια του προς τους μαθητάς, έλεγε· “μακάριοι είσθε σεις οι πτωχοί, που δεν έχετε δώσει την καρδία σας εις τα πλούτη, αλλά στηρίζετε τας ελπίδας σας στον Θεόν, διότι δική σας είναι η βασιλεία του Θεού”» (Κατά Λουκάν, 6,20)
Και:
«Και εδόθη εις τα χέρια του το βιβλίον του προφήτου Ησαΐου και αφού εξεδίπλωσε το βιβλίον, ευρήκε το μέρος εκείνο, που ήσαν γραμμένα τα εξής· "Πνεύμα Κυρίου μένει εις εμέ, διότι με αυτό με έχρισεν και με έστειλε να κηρύξω στους πτωχούς το χαρμόσυνον μήνυμα της λυτρώσεως, να θεραπεύσω αυτούς των οποίων η καρδία έχει συντριβή"» (Κατά Λουκάν, 4, 17-18)

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ο Ιησούς κατέστησε απόλυτα σαφές ότι ο αγώνας του θα εστιαζόταν στην ανακούφιση των φτωχών. Ο τελικός στόχος του, βέβαια, όπως θα δούμε παρακάτω, δεν ήταν απλά η άμβλυνση των συνεπειών της ακραίας φτώχειας, αλλά η κατάργηση των ίδιων των κοινωνικών σχέσεων και θεσμών που γεννούν την φτώχεια και την μιζέρια.

Ο Ιησούς στο ζήτημα της ιδιοκτησίας υιοθετεί τις αρχές του Μωσαϊκού Νόμου, τον οποίο όπως έλεγε κι ο ίδιος δεν ήρθε να καταλύσει, αλλά να τηρήσει και να ολοκληρώσει:

«Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι.» (Κατά Ματθαίον, 5,17)

Τι έλεγε, λοιπόν, ο Μωσαϊκός Νόμος για την ιδιοκτησία ;

Για να απαντήσουμε στην ερώτηση αυτή αρκεί η παράθεση του αντίστοιχου υποκεφαλαίου από το 25ο κεφάλαιο από το Λευιτικόν:

«Τα χωράφια σας δεν θα πωλούνται οριστικώς και αμετακλήτως, διότι ιδική μου είναι η γη και σεις που κατοικείτε εις αυτήν, είσθε ξένοι και παρεπίδημοι ενώπιόν μου. 
Δι' αυτό, όλα τα χωράφια, τα οποία θα αποκτάτε με αγοράν, θα είναι δυνατόν να εξαγορασθούν από τον πρώτον ιδιοκτήτην των. 
Εάν, λοιπόν, ο πτωχός αδελφός σου, ο πλησίον σου, ευρεθή εις την ανάγκην και πωλήση το κτήμα του και έλθη ο πλησιέστερος συγγενής του, δύναται να εξαγοράση το πωληθέν υπό του συγγενούς του κτήμα. 
Εάν δε αυτός, που επώλησε το κτήμα, δεν έχη εύπορον συγγενή, ευπορήση όμως ο ίδιος και εύρη τα απαιτούμενα χρήματα δια την εξαγοράν του πωληθέντος κτήματός του, έχει το δικαίωμα να το εξαγοράση. 
Θα υπολογίση και θα αφαιρέση τα έτη της πωλήσεως του κτήματος και θα καταβάλη τα υπόλοιπα στον άνθρωπον, προς τον οποίον το είχε πωλήσει και θα επιστρέφη πάλιν ως ιδιοκτήτης στο κτήμα, το οποίον και προηγουμένως κατείχε. 
Εάν όμως ο πωλητής δεν ευπορηθή οικονομικώς ώστε να αγοράση το κτήμά του δια να επαναποκτήση αυτό, η ισχύς της πωλήσεως θα παραταθή μέχρι του έκτου έτους της αφέσεως. Κατά το έτος αυτό της αφέσεως ο αγοραστής θα εγκαταλείψη το κτήμα και αυτό θα περιέλθη εις την κυριότητα του πωλήσαντος.» (Λευι. 25, 23-28)
Ο Μωσαϊκός Νόμος, όπως βλέπουμε, ήταν απόλυτα σαφής στα θέματα ιδιοκτησίας. Η γη ανήκει στον Θεό. Κανείς άνθρωπος δεν έχει πραγματική κυριότητα πάνω σε ό,τι έπλασε ο Θεός.

Η αγορά είναι προσωρινή και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να οδηγεί στην ανισότητα μεταξύ των μελών της κοινότητας. Η όποια αγοραπωλησία πρέπει να έχει ως τελικό στόχο την διευκόλυνση και την βοήθεια του συνανθρώπου κι όχι την κυριαρχία και εξουσία επί αυτού.

Κι αυτή, όμως, η αγοραπωλησία, είναι, όπως είπαμε, προσωρινή γιατί όλα ανήκουν στον Θεό. Στο Έτος της Αφέσεως η γη και τα πλούτη αναδιανέμονται και τα χρέη διαγράφονται.

Ο Μωυσής, συνεπώς, δίδασκε και νομοθετούσε κατά της ατομικής ιδιοκτησίας. Η ατομική ιδιοκτησία αποτελούσε βλασφημία απέναντι στον Θεό και αμαρτία εις βάρος του συνανθρώπου.

Αυτή την θέση ενστερνίζεται κι ο Ιησούς στο ακέραιο. Αυτό πιστοποιείται και από την ακόλουθη, περίφημη πια, αποστροφή του Ιησού που αντηχεί στους αιώνες:
« Διότι είναι ευκολώτερον να περάση μια γκαμήλα από την μικρή τρύπα που ανοίγει ένα βελόνι, παρά ένας πλούσιος να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού”.» (Κατά Λουκάν, 18,25)
Ο πλούσιος κατά την θεώρηση του Ιησού, διέθετε πλούτο γιατί εκμεταλλευόταν τους φτωχούς. Ό,τι έχανε ο φτωχός το κέρδιζε ο πλούσιος. Ή για να το πούμε διαφορετικά υπήρχαν πλούσιοι γιατί πολύ απλά υπήρχαν φτωχοί. Συνεπώς η ίδια η περιουσία του  πλουσίου ήταν τεκμήριο της αμαρτίας που διέπραξε απέναντι στους συνανθρώπους του. Εξ ου και το ότι ο πλούτος, κατά τον Ιησού, αποτελούσε εμπόδιο για την είσοδο κάποιου στον Παράδεισο. 

Αβίαστα, συνεπώς, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι τα κηρύγματα και η δημόσια δράση του Ιησού είχαν σαφές ταξικό περιεχόμενο. Οι κοινωνικές τάξεις, οριζόμενες ως  η συλλογική κοινωνική έκφραση της εκμετάλλευσης [4], είναι απόλυτα αντίθετες με τις αξίες της κοινοκτημοσύνης και της αλληλεγγύης που πρέσβευε ο Ιησούς και τις οποίες είχε υιοθετήσει η κοινότητά του (και τις οποίες διατήρησε και μετά τον θάνατό του).

Εξ ου και η ακόλουθη προτροπή του Ιησού στον πλούσιο:  
“ένα ακόμα σου λείπει· όλα όσα έχεις πώλησέ τα και μοίρασέ τα στους πτωχούς και θα αποκτήσης έτσι θυσαυρόν στον ουρανόν και εμπρός ακολούθησέ με ”. (Κατά Λουκάν, 18,22)
Αλλά πριν αναφερθούμε στον τρόπο που επέλεξε ο Ιησούς για να αντιμετωπίσει το κολοσσιαίο πρόβλημα της φτώχειας, ας δούμε πρώτα για τι μεγέθους φτώχεια μιλάμε. Πόσο μεγάλο ήταν τελικά το πρόβλημα ;


Η ακραία ανισότητα και η φτώχεια στην εποχή του Ιησού



Η ανισότητα στην εποχή του Ιησού ήταν τεράστια. Λίγες οικογένειες (του Πιλάτου, του Ηρώδη, της ιερατικής ελίτ και κάποιων πλούσιων εμπόρων) διέθεταν όλη την γη και όλο τον πλούτο, ενώ οι πλατιές μάζες του υπόλοιπου πληθυσμού διαβιούσαν στην απόλυτη φτώχεια. Η Γαλιλαία όπου κυρίως δραστηριοποιήθηκε ο Ιησούς, τυπικά ήταν ένα «ρωμαϊκό πελατειακό βασίλειο» και όχι ρωμαϊκή επαρχία. [5] Η ρωμαϊκή διοίκηση πίεζε την οικονομική μέγγενη, αυξάνοντας τους φόρους, επί των υποτελών τάξεων (κυρίως αγροτιά). Αυτό το έκανε γιατί το πλεόνασμα που αντλούσαν οι ανώτερες τάξεις, συγκλητικοί και ιππείς, μειωνόταν αισθητά λόγω της φθίνουσας παραγωγικότητας του δουλοκτητικού συστήματος. Αν το γεγονός αυτό συνδυαστεί με την συνεχώς αυξανόμενη ασύδοτη, καταχρηστική και πολυτελή κατανάλωση των πλουσίων, καταλήγουμε στο ακόλουθο συμπέρασμα: Το ρωμαϊκό κράτος, εκπροσωπώντας τα συμφέροντα των πλουσίων, ήταν αναγκασμένο να αυξήσει την φορολογία για να συντηρήσει το status quo. [6] 

Ας μην ξεχνάμε, όπως πολύ εύστοχα τονίζει ο Scheidel, πως το φαινόμενο ύπαρξης υπερ-πλουσίων που αποτελούν μόλις το 1% του πληθυσμού, πρωτοεμφανίστηκε στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. [7] Η ανισότητα είχε φθάσει σε τέτοια δυσθεώρητα ύψη ώστε, πέραν του 1% των ζάμπλουτων, μόλις το 10 % του πληθυσμού της αυτοκρατορίας είχε εισόδημα αρκετά πάνω από το όριο της επιβίωσης. Το υπόλοιπο περίπου 90%, η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού δηλαδή, διέθετε στην καλύτερη περίπτωση οριακό για την επιβίωση εισόδημα. [8] Για να το πούμε απλά: Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από την εποχή του Αυγούστου μέχρι και την τελική της κατάρρευση αποτέλεσε τον κολοφώνα της ανισότητας, όπου σε μια αχανή έκταση με έναν τεράστιο πληθυσμό, μόνο ελάχιστες οικογένειες διέθεταν όλα τα μέσα παραγωγής και επιβίωσης, αφήνοντας τα εκατομμύρια των υπολοίπων στην απόλυτη φτώχεια.


Χρέος: Η προαιώνια έκφραση της ολιγαρχίας και της ανισότητας



Μιλώντας, δε, για εκμετάλλευση, ολιγαρχία και τεράστια ανισότητα, δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε το κεντρικό ζήτημα του χρέους, κρατικού και ιδιωτικού. Η επανεμφάνιση του χρέους, δεν πρέπει να μας κάνει εντύπωση. Τουναντίον, το χρέος αποτελεί τα τελευταία, τουλάχιστον, 5000 χρόνια την έκφραση της εκμετάλλευσης, της ιεραρχίας, της ανισότητας και κατ’ επέκταση της ίδιας της ολιγαρχίας. [9] Ανέκαθεν το χρέος αποτελούσε ένα πανίσχυρο όπλο για την κατίσχυση του φτωχού οφειλέτη από τον πλούσιο πιστωτή.

Στην εποχή του Ιησού η τοκογλυφία και η υπερχρέωση των υποτελών τάξεων οργίαζε, εντείνοντας ακόμη περισσότερο μια από τις χειρότερες κρίσεις χρέους του αρχαίου κόσμου. [10]  

Προς επίρρωση της προηγούμενης διαπίστωσης περί της κοινωνικής και ταξικής φύσης της διδασκαλίας και δράσης του Ιησού, αρκεί να επισημάνουμε την ίδια την προσευχή που ζητούσε ο Ιησούς να κάνουν οι μαθητές του, που δεν είναι άλλη από το Πάτερ Ημών :
«καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν·» (Κατά Ματθαίον, 6,12)
Ζητούσαν, δηλαδή, από τον Θεό, αφού πρώτα του είχαν ζητήσει να τους παράσχει ψωμί καθημερινά (τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον·), να διαγράψει επίσης τα βαρύτατα χρέη τους, όπως και εκείνοι διαγράφουν τα χρέη των οφειλετών τους. 

Στην ίδια την κυρίαρχη προσευχή των Χριστιανών διασώζεται κωδικοποιημένο το σύνολο των (κύριων τουλάχιστον) πολιτικών και κοινωνικών αιτημάτων που διεκδικούσε το κίνημα το οποίο ίδρυσε ο Ιησούς.

Ο Ιησούς, μέσω του Πάτερ Ημών, αποδέχεται και συνεχίζει την παράδοση του Μωσαϊκού Νόμου, αναφορικά με την διαχείριση και την στάση απέναντι στο χρέος.

Με τα δικά του λόγια:

«Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι.» (Κατά Ματθαίον, 5,17)

Ο δε Μωσαϊκός Νόμος, όπως αυτός καταγράφεται στον Πεντάτευχο ή Τόρα στα εβραϊκά (δηλαδή τα πέντε πρώτα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης:  Γένεσις, Έξοδος, Λευιτικόν, Αριθμοί, Δευτερονόμιον) είναι πολύ συγκεκριμένος σε σχέση με το χρέος. 

Συγκεκριμένα τόσο το Λευιτικόν (περιέχει τη νομοθεσία των ιερέων της φυλής Λευί), όσο και το Δευτερονόμιο («δεύτερος νόμος» ο οποίος δόθηκε στον Μωυσή λίγο πριν το θάνατό του) περιέχουν αναλυτικές περιγραφές του Ιωβηλαίου ή Έτους της Αφέσεως
Πραγματικά αξίζει να παραθέσω αυτούσιο το 15ο κεφάλαιο του Δευτερονομίου, που περιγράφει το Έτος (ή Νόμο) της Αφέσεως: 

«Καθε επτά έτη θα παρέχης άφεσιν των χρεών. Ως εξής θα εφαρμόζεται ο νόμος της αφέσεως των χρεών• δηλαδή κάθε χρέος, το οποίον σου οφείλει ο πλησίον και ο αδελφός σου, δεν θα το ζητήσης, αλλά θα το χαρίσης, διότι εκ μέρους Κυρίου του Θεού σου ορίζεται και επιβάλλεται αυτή η άφεσις των χρεών.
Από τον ξένον θα απαιτήσης να σου δώση το χρέος του. Εις τον αδελφόν σου όμως τον Ισραηλίτην θα χαρίσης το χρέος κατά το έτος της αφέσεως.Τούτο δέ, διότι δεν πρέπει να υπάρχη μεταξύ σας πτωχός. Εφόσον δε συ χαρίζστο χρέος, θα σε ευλογήση ο Κυριος εις την χώραν, την οποίαν σου έδωκε ως κληρονομίαν.
Εάν προθύμως υπακούσετε εις την φωνήν Κυρίου του Θεού σας, ώστε να φυλάσσετε και να πράττετε όλας τας εντολάς, τας οποίας εγώ σήμερον σας διατάσσω, τότε Κυριος ο Θεός σας θα σας ευλογήση, όπως σας έχει υποσχεθή. Θα έχης αφθονίαν αγαθών και χρήματα, ώστε να δανείζης έθνη πολλά, ενώ συ δεν θα ευρεθής εις την ανάγκην να ζητήσης δάνειον. Θα είσαι άρχων εις πολλούς λαούς, ενώ κανείς δεν θα είναι άρχων και αυθέντης εις σέ.
Εάν συμβή, ώστε εις μίαν από τας πόλεις της χώρας, που σας έδωσε Κυριος ο Θεός, να  υπάρξη πτωχός μεταξύ των αδελφών σου, συ να μη κλείσης τα σπλάγχνα σου, να μη  σκληρύνης και αποτραβήξης την καρδίαν σου από αυτόν, να μη κλείσης σφικτά τα χέρια σου, δια να μη δώσης τίποτε στον πεινασμένον και πονεμένον αδελφόν σου.
Αλλά πλούσια θα ανοίξης τα χέρια σου προς αυτόν. Θα του προσφέρης και θα του δανείσης όσον και ο,τι του χρειάζεται, αφού ευρίσκεται εις ανάγκην.
Πρόσεχε στον εαυτόν σου, μήπως μέσα εις την διάνοιαν και την καρδίαν σου σκεφθής κατά παράνομον τρόπον και είπης “πλησιάζει το έβδομον έτος, το έτος αυτό της αφέσεως των χρεών”• και έτσι βλέπων με πονηρόν βλέμμα τον αδελφόν σου και σκεπτόμενος ότι μετ' ολίγον θα είσαι υποχρεωμένος να του χαρίσης τα χρέος- και δεν τον δανείσης, τότε ο αδελφός σου αυτός θα φωνάξη προς τον Κυριον εναντίον σου και θα είναι μεγάλη η ενοχή σου δια την πονηρίαν αυτήν.
Ολοπρόθυμα πρέπει να δώσης εις αυτόν δάνειον, ανάλογον προς την ανάγκην του• δεν πρέπει δε να λυπηθή η καρδία σου δια το δάνειον, που θα δώσης στον αδελφόν σου, διότι δια την καλήν σου αυτήν πράξιν θα σε ευλογήση ο Θεός εις όλας τας εργασίας σου, θα ευλογήση όλα τα έργα των χειρών σου.
Επειδή ποτέ δεν θα λείψη πτωχός από την χώραν σου, δια τούτο σου δίδω εγώ αυτήν την εντολήν και σε διατάσσω• Απλόχερα θα ανοιξης τα χέρια σου στον πτωχόν αδελφόν σου που κατοικεί εις την χώραν σου και ευρίσκεται εις ανάγκην.» (Δευτ. 15,1-11)         
Στο Λευιτικόν επίσης περιγράφεται με λεπτομέρεια το Ιωβηλαίο έτος: 

«Θα αγιάσετε το πεντηκοστόν αυτό έτος και θα διακηρύξετε εις την χώραν σας ελευθερίαν εις όλους τους κατοίκους της.  
Έτος αφέσεως, έτος δηλαδή ελευθερίας θα είναι το νόημα του σαλπίσματος. Ο καθένας από σας θα επανέλθη ως κύριος εις την ιδιοκτησίαν του, κάθε δούλος θα επανέλθη ελεύθερος εις την φυλήν του.  
Το πεντηκοστόν έτος, το οποίον θα σημάνουν αι σάλπιγγες, θα είναι έτος απελευθερώσεως ανθρώπων αποσβέσεως χρεών και αποδόσεως αγορασθέντων κτημάτων στον τέως ιδιοκτητήν των...» (Λευι. 25, 10-11)
Αυτό που αξίζει να παρατηρήσουμε είναι ότι ο Μωυσής είχε αντιληφθεί την φύση του χρέους και την απειλή που αυτό αντιπροσωπεύει στην κοινότητα και την ισότητα μεταξύ των ανθρώπων. Το χρέος ήταν και παραμένει ένα πανίσχυρο όπλο στα χέρια των ολιγαρχών -πιστωτών, γιατί βασίζεται σε μια προαιώνια ηθική επιταγή.

Το χρέος είναι μια υπόσχεση που διαστρεβλώθηκε, από τα μαθηματικά και την βία, υπό την έννοια ότι μετατρέπει όλες τις υποσχέσεις και τις οφειλές που κάνουμε στο πλαίσιο της ανθρώπινης κοινωνικότητας σε αριθμούς (εκφρασμένους σε χρήμα) που οφείλουν να αποπληρωθούν έστω και με την βία. [11]

Εξ ου και η ανάγκη για το Ιωβηλαίο Έτος και την διαγραφή των χρεών. Επίσης πρέπει να παρατηρήσουμε από τα παραπάνω εδάφια της Παλαιάς Γραφής ότι το χρέος αποκτά την αρχική, πριν την διαστρέβλωση, μορφή του. Δεν είναι πλέον, μια προσοδοφόρος επένδυση (λόγω της άντλησης του τόκου), αλλά ένα δώρο των πιο προνομιούχων σ' αυτούς που το έχουν ανάγκη (κάτι που αναγκαστικά εξαλείφει τον τόκο).

Δεν είναι δύσκολο να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ο Ιησούς είχε καταστήσει κεντρικό πρόταγμα του κινήματός του, το αίτημα για την διαγραφή των χρεών, κατά τα πρότυπα του Ιωβηλαίου Έτους. Όπως επίσης και το ότι τα δάνεια που δίνονται θα πρέπει να μην είναι τοκοφόρα, αλλά δώρα προς τους φτωχούς.  

Ιδού τι έλεγε ο Ιησούς επί του θέματος:

«Και εάν δανείζετε εις εκείνους, από τους οποίους περιμένετε να πάρετε πίσω τα δανεικά, ποία ευμένεια και ανταπόδοσις από τον Θεόν σας αρμόζει; Διότι και οι αμαρτωλοί δανείζουν τους αμαρτωλούς, δια να λάβουν από αυτούς ομοίας εξυπηρετήσεις εις την ανάγκην των. 
Αλλά σεις να αγαπάτε τους εχθρούς σας, να ευργετήτε και να δανείζετε, χωρίς να αποβλέπετε εις καμμίαν ανταπόδοσιν και θα είναι ο μισθός σας πολύς και θα είσθε εις την βασιλείαν των ουρανών παιδιά του Υψίστου, διότι και αυτός είναι αγαθός και ευργετικός και προς αυτούς ακόμη τους αχαρίστους και πονηρούς.» (Κατά Λουκάν, 6.34-35)
Στο παραπάνω εδάφιο ο Ιησούς επαναλαμβάνει την εντολή που έδωσε ο Θεός στον Μωυσή:
«Αυταί είναι, αι εντολαί, τας οποίας θα παραθέσης ενώπιον των Ισραηλιτών... Εάν δανείσης χρήματα στον πτωχόν αδελφόν σου, δεν θα καταπιέσης αυτόν να σου επιστρέψη το δάνειον, ούτε θα του επιβάλης τόκον... Δεν θα στενοχωρήσετε ξένον. Διότι και σεις γνωρίζετε την ζωήν του ξένου, επειδή και οι ίδιοι εζήσατε ως ξένοι εις την Αίγυπτον.» (Έξοδος. 21,1, 22,25, 23,9)
Στη παραβολή του κακού δούλου, δε, ο Ιησούς έδειξε ότι κατανοεί απόλυτα τη φύση του χρέους ως σχέση κυριαρχίας. Επίσης μέσω αυτής της παραβολής επεξηγεί το πνεύμα και την θεώρηση του Μωσαϊκού Νόμου αναφορικά με το χρέος. 

Ο πονηρός δούλος στην παραβολή χρωστάει ένα ποσό δέκα χιλιάδων ταλάντων, το οποίο ακόμα κι αν πουληθούν σαν δούλοι όλα τα μέλη της οικογένειας του δεν μπορεί να αποπληρωθεί. Ο άρχοντας πιστωτής τον συγχωρεί αρχικά, ενώ μετά την καταγγελία των άλλων δούλων ότι ο οφειλέτης δούλος είναι σκληρός με τους δικούς του οφειλέτες, τον καταδικάζει σε μαρτύρια εφ όρου ζωής. (Κατά Ματθαίον. 18,23 – 18,35)

Στην παραβολή αυτή το χρέος αναδεικνύεται καθαρά ως πρόσχημα για να επιβληθούν και να εκφραστούν σχέσεις κυριαρχίας μεταξύ του άρχοντα και του δούλου. Κι αυτό γιατί ανακύπτει το ερώτημα του πώς ένας δούλος χρεώθηκε τόσο πολύ σ’ έναν άρχοντα;  

Συνεπώς το ζήτημα δεν είναι λογιστικό. Δεν έχει να κάνει, τόσο με το χρηματικό ποσό, που είναι αυθαίρετα μεγάλο, αλλά με το γεγονός ότι η δανειακή αυτή συμφωνία δεν μπορεί να έχει συναφθεί ειρηνικά και εθελοντικά και τελικά είναι αδύνατον να αποπληρωθεί, διαιωνίζοντας έτσι την ανισότητα μεταξύ πιστωτή και οφειλέτη. 

Η ανισότητα, όμως, μεταξύ των ανθρώπων αναγνωριζόταν ως μείζων πρόβλημα στον Μωσαϊκό Νόμο, θεωρούνταν παραβίαση της επιθυμίας του Θεού για την ισότητα των ανθρώπων, και μέσω μέτρων, όπως το Ιωβηλαίο, επιχειρούνταν να αντιμετωπιστεί.

Συνεπώς στην παραβολή αυτή ο άρχοντας είναι ουσιαστικά ο Θεός, απέναντι στον οποίο όλοι οι πιστοί έχουν ένα χρέος που δεν μπορεί, εξ ορισμού, να αποπληρωθεί. Μόνο ο Θεός έχει τέτοια δύναμη που έχει ρίζες στην ίδια την ύπαρξη των ανθρώπων.

Ο Θεός - άρχοντας ζητά ως αντάλλαγμα για την (υπαρξιακή) οφειλή που του χρωστά ο πιστός - δούλος, ο τελευταίος να διαγράψει τα χρέη που του οφείλουν οι άλλοι πιστοί-δούλοι. Όταν αυτό δεν γίνεται, τότε, ο πονηρός και άσπλαχνος πιστός-δούλος, υποπίπτει σε διπλό αμάρτημα.

Πρώτον υποδύεται τον Θεό. Κι αυτό γιατί μόνο τα χρέη προς τον ίδιο τον Θεό είναι, εν τοις όροις, αδύνατον να αποπληρωθούν. Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να κατέχει τέτοια δύναμη μέσω του χρέους. Όποιος αρνείται να διαγράψει τις οφειλές που του χρωστούν οι συνάνθρωποί του, τότε διεκδικεί θεϊκή εξουσία. [12]

Κατά δεύτερον ο σκληρός πιστός - δούλος διαπράττει το αμάρτημα της σκληρότητας απέναντι στον συνάνθρωπό του. Παραβιάζει όλες τις επιταγές του Μωσαϊκού Νόμου. Παραβιάζει τον ακόλουθο Χρυσό Κανόνα του Ιησού: 

«Λοιπόν, όσα θέλετε να κάνουν εις σας οι άνθρωποι, παρόμοια και σεις να κάνετε εις αυτούς. Διότι αυτός είναι ο νόμος και οι προφήται» (Κατά Ματθαίον, 7,12)

Ο δεύτερος καβαλάρης ισοπέδωσης της ανισότητας: Η Επανάσταση



Ο ιστορικός Walter Scheidel εντοπίζει τέσσερις παράγοντες που ιστορικά, σ’ όλη την πορεία της ανθρωπότητας, μειώνουν δραστικά την ανισότητα. Τους αποκαλεί οι τέσσερις καβαλάρηδες παραπέμποντας στην Αποκάλυψη του Ιωάννη. Ο δεύτερος, λοιπόν, καβαλάρης είναι η Επανάσταση. [13]

Αυτό μοιάζει αυταπόδεικτο, δεδομένου ότι η ανισότητα δεν είναι τίποτα άλλο από την ολιγαρχία μ’ άλλο όνομα. Η ανισότητα του πλούτου και της πολιτικής ισχύος δεν είναι τίποτα άλλο από την κατάργηση των τριών αρχών της δημοκρατίας, δηλαδή της ισονομίας, της ισηγορίας και της παρρησίας. Συνεπώς δημοκρατία χωρίς επανάσταση δεν εγκαθιδρύεται. Κι αυτό γιατί όσοι έχουν εξουσία δεν πρόκειται να την παραδώσουν αμαχητί (βλ. την επαναστατική εγκαθίδρυση της δημοκρατίας στην αρχαία Αθήνα το 462 π.Χ. με ηγέτη τον Εφιάλτη του Σοφωνίδου).

Αυτό το κομβικό γεγονός το είχε αντιληφθεί ο Ιησούς. Οπότε εργάστηκε κοπιωδώς γυρνώντας όλη την ύπαιθρο της Ιερουσαλήμ, κηρύττοντας και γιατρεύοντας, με στόχο να φτιάξει μια οργάνωση με επαναστατική στόχευση.

Για την οργάνωση, καθ' αυτή, θα μιλήσουμε στο επόμενο κεφάλαιο. Για τους στόχους της οργάνωσης μιλήσαμε στα προηγούμενα. Προς το παρόν ας εστιάσουμε στην θεμελιώδη αυτή κατανόηση του Ιησού περί της αναγκαιότητας η οργάνωση να έχει στόχους επαναστατικής ανατροπής της  κυρίαρχης τάξης της Ιουδαίας, ως αναγκαία συνθήκη για την αντιμετώπιση της ακραίας φτώχειας που ταλαιπωρούσε το λαό.

Και ως γνωστόν η κοινωνική επανάσταση, ειδικά σε συνθήκες τέτοιας ανισότητας, παίρνει νομοτελειακά βίαιο – πολεμικό χαρακτήρα.

Ιδού τι έλεγε ο ίδιος ο Ιησούς:
 Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν. (Κατά Ματθαίον. 10,34) 
Και:
«Είπε λοιπόν εις αυτούς· Εκείνος που έχει βαλάντιον, ας το πάρει μαζί του, κι έτσι έκαναν, και εκείνος που δεν έχει ας πωλήση το ένδυμά του δια να αγοράση μάχαιραν...και αυτοί είπαν· Κύριε ιδού έχουμε δύο μάχαιρες. Αυτός είπε σ’ αυτούς: αυτές φθάνουν » (Κατά Λουκάν. 22,36, 22,38)
Οι παραπάνω αποστροφές του Ιησού αποτελούν απάντηση σ’ όσους θέλουν να τον παρουσιάσουν ως ειρηνιστή, ο οποίος έκανε μόνο εσχατολογικά κηρύγματα για την μετά θάνατον ζωή.

Αντιθέτως ο Ιησούς ήταν ένας γνήσιος επαναστάτης. Δεν ήταν κανένας μαχαιροβγάλτης, τύπου Νετσάγιεφ. Κι αυτό πιστοποιείται από το ότι στο εσωτερικό της κοινότητας που έφτιαξε ίσχυαν οι αρχές της κοινοκτημοσύνης και της αγάπης: 
« Σας δίδω μίαν νέαν εντολήν· να αγαπάτε με όλην σας την δύναμιν ο ένας τον άλλον· όπως εγώ σας ηγάπησα με πλήρη και τελείαν αγάπην, έτσι και σεις με την ίδιαν αγάπην πρέπει να συνδέεσθε μεταξύ σας. Με αυτό θα μάθουν και θα πεισθούν όλοι ότι είσθε μαθηταί μου, εάν έχετε αγάπην μεταξύ σας» (Κατά Ιωάννη. 13,34 -13,35). 
Αλλά ταυτόχρονα αναγνώριζε ότι με την αγάπη μόνο δεν πραγματοποιείται κοινωνική αλλαγή, ούτε υποχωρούν οι έχοντες την εξουσία.


Η κοινωνική σύνθεση και οι στόχοι της οργάνωσης για την κατάργηση της φτώχειας και την εγκαθίδρυση της Βασιλείας των Ουρανών



Ο Ιησούς όντας σπάνιο πλάσμα, με κοφτερό μυαλό, αγνή καρδιά και υψηλό το αίσθημα του καθήκοντος και της αξιοπρέπειας, έστρεψε όλες τις δυνάμεις του στην κατεύθυνση που θα εξάλειφε όλα τα προαναφερθέντα προβλήματα που μάστιζαν το λαό της Ιουδαίας.

Για να αντιμετωπίσει, λοιπόν, το κοινωνικό πρόβλημα της εποχής του (ήτοι να δώσει φαγητό στους εξαθλιωμένους με τελικό ορίζοντα την κατάργηση της φτώχειας), έσπευσε να αποκτήσει κύρος και να δημιουργήσει οργάνωση.

Από τα ευαγγέλια συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο Ιησούς δημιούργησε οργάνωση, η οποία βασιζόταν στον κοινοτισμό και στελεχωνόταν κυρίως από την φτωχολογιά. Αυτό πιστοποιεί το γεγονός ότι στα ευαγγέλια διαβάζουμε ότι ο Ιησούς είχε αγγελιοφόρους (αγγέλους) που έστελνε στις διάφορες πόλεις για να πληροφορήσουν αλλά και για να πληροφορηθούν. Επιπλέον έδωσε μυστικά ονόματα στους 12  πιο έμπιστούς του, τους μαθητές του, για να μην τους πιάσουν, αποδεικνύοντας ότι η οργάνωση που έστησε ο Ιησούς ήταν μυστική. Επίσης το ότι ο Ιούδας είχε το ταμείο της κοινότητας (Κατά Ιωάννην, 13,29), δείχνει καθαρά ότι δεν είχαμε να κάνουμε με ανοργάνωτο  μπουλούκι οπαδών, αλλά με οργάνωση με σαφή καταμερισμό καθηκόντων η οποία είχε ανάγκη την διαχείριση των εσόδων της  προκειμένου να μπορεί να δράσει και να ταΐσει την φτωχολογιά που αποτελούσε τον κορμό της.  [14]

Έλεγε στους μαθητές του:
«Ιδού εγώ σας στέλνω ωσάν πρόβατα ανάμεσα σε λύκους να είσθε φρόνιμοι σαν τα φίδια και ακέραιοι όπως τα περιστέρια. Να προσέχετε, λοιπόν, και να προφυλάσσεσθε από τους ανθρώπους· διότι αυτοί θα σας παραδώσουν εις τας συνέδρια και εις τας συναγωγάς αυτών και θα σας μαστιγώσουν… και όποιος δεν λαμβάνει τον σταυρόν του και δεν με ακολουθεί δεν είναι άξιός μου. (Κατά Ματθαίον. 10,16 - 10,17, 10,38)   
Τα παραπάνω λόγια του Ιησού δείχνουν ότι είχε απόλυτη επίγνωση των κινδύνων που θα αντιμετώπιζαν τα μέλη της οργάνωσής του. Όταν μιλούσε, δε, για τον σταυρό που πρέπει να λάβει όποιος θα τον ακολουθούσε δεν μιλούσε μεταφορικά. Μιλούσε κυριολεκτικά για το ενδεχόμενο σταύρωσης των μελών της οργάνωσής του. 

Στην εποχή του Ιησού η σταύρωση ήταν μέθοδος παραδειγματικής θανάτωσης που χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι για να τιμωρήσουν στασιαστές που παραβίαζαν τον ρωμαϊκό νόμο. Ήταν με άλλα λόγια μέθοδος τιμωρίας πολιτικών αντιπάλων. Εξ ου και η μαζική σταύρωση των επαναστατών της εξέγερσης του Σπάρτακου.

Κάτι που δείχνει με τον πλέον καθαρό τρόπο ότι η οργάνωση και το κίνημα του Ιησού δεν είχε μόνο θρησκευτικό χαρακτήρα. 

Αν ο Ιησούς και η κοινότητά του προέτασσαν μόνο αιτήματα θρησκευτικής αλλαγής που για την θρησκευτική ελίτ της Ιουδαίας (Γραμματείς και Φαρισαίους) θεωρούνταν αιρετικά και βλάσφημα, τότε αυτός και οι οπαδοί του θα καταδικάζονταν σε θάνατο δια λιθοβολισμού. Ούτε αυτός, ούτε οι μαθητές και οι ακόλουθοί του θα παραπέμπονταν στον ρωμαίο επίτροπο - έπαρχο (στον Πόντιο Πιλάτο την εποχή του Ιησού) για να σταυρωθούν.    

Εξάλλου, ο Ιάκωβος ο Δίκαιος, που κατά τον Απόστολο Παύλο υπήρξε στύλος (πυλώνας) της εκκλησίας (Επιστολή προς Γαλάτες , Η αποστολική σύνοδος), στο βιβλίο του γράφει τα εξής για τον αδελφό του, τον Ιησού:
«Ελάτε τώρα πλούσιοι, κλάψτε και ουρλιάξτε για τα δεινά που έρχονται σε σας… εσείς σκοτώσατε τον Δίκαιο [εννοεί τον Ιησού, ΑΞ], ενώ αυτός δεν σας εναντιώθηκε» (James 5:1 & 6).
Ο Ιάκωβος, ως αδελφός του, έζησε εκ του σύνεγγυς την ζωή του Ιησού. Παραπάνω δηλώνει ξεκάθαρα ποιοι είναι οι υπαίτιοι για την δολοφονία του Ιησού. Είναι οι πλούσιοι, οι οικογένειες δηλαδή της θρησκευτικής και αριστοκρατικής ολιγαρχίας της Ιουδαίας μαζί με τους ρωμαίους αξιωματούχους και τους πιστωτές-τοκογλύφους, που απειλούνταν από τα αιτήματα του εξελισσόμενου κινήματος των μαθητών του Ιησού.

Όσον αφορά στο δεύτερο σκέλος της παραπάνω πρότασης του Ιακώβου, δηλαδή το ότι ο Ιησούς δεν εναντιώθηκε στους πλουσίους, με μια πρώτη ανάγνωση, μοιάζει αντιφατικό, αλλά στην πραγματικότητα εξηγείται αν σκεφτούμε το εξής:

Κατ’ αρχάς δεν μπορεί ο Ιησούς να μην εναντιώθηκε στους πλουσίους και στα κεκτημένα συμφέροντά τους. Αλλιώς η δολοφονία αυτού και των οπαδών του, μαζικά με σταύρωση, δεν θα είχαν κανένα νόημα.

Συνεπώς αυτό που κάνει ο Ιάκωβος είναι ένας πολιτικός ελιγμός για να αποφύγει τους διωγμούς από την πανίσχυρη ελίτ που θανάτωσε τον αδελφό του και έπνιξε στο αίμα την προηγούμενη απόπειρα για κατάληψη της εξουσίας. Υποδεικνύει, μεν, τους υπαίτιους για την σταύρωση του Ιησού, μιας και οι μνήμες ήταν ακόμα νωπές στη συνείδηση των μαθητών του Ιησού, αλλά δεν ρισκάρει σε καμία περίπτωση ανοιχτή σύγκρουση αναγνωρίζοντας ότι το κίνημα εξακολουθεί να θέτει ζήτημα διαγραφής των χρεών και κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας.

Τέτοιου τύπου ελιγμούς έκανε κι ο Ιησούς με τον πιο χαρακτηριστικό να είναι ο παρακάτω:
«Και ανεχώρησεν ο Ιησούς με τους μαθητάς του από την περιοχήν εκείνην, και ήλθε εις τα χωριά της Καισαρείας, την οποίαν είχε μεγαλώσει και εξωραΐσει ο Ηρώδης Φιλιππος. Εις τον δρόμον δε ερωτούσε τους μαθητάς του· “τι λέγουν οι άνθρωποι περί εμού· ποίος, νομίζουν ότι είμαι;” Εκείνοι δε απήντησαν,· “άλλοι σε θεωρούν Ιωάννην τον Βαπτιστήν, άλλοι Ηλίαν, και άλλοι ένα από τους προφήτας”. Και αυτός τους είπε· “σεις δε ποιός λέγετε, ότι είμαι; ” 'Αποκριθεις δε ο Πετρος λέγει εις αυτόν· “συ είσαι ο Χριστός”. Και διέταξε αυτούς με αυστηρότητα, να μη λέγουν εις κανένα, ότι αυτός είναι ο Χριστός.» (Κατά Μάρκον, 8,27 - 8,30)
Τι λέει δηλαδή ο Ιησούς ; Αφού έχει αποτιμήσει την κατάσταση, και έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η κοινότητα των οπαδών και μαθητών του δεν είναι αρκετά μεγάλη ακόμα, αποφεύγει την ανοιχτή σύγκρουση με το θρησκευτικό κατεστημένο της Ιουδαίας. Γι’ αυτό και ζητάει από τους μαθητές του να μην λένε ότι είναι ο Χριστός (δηλαδή ο Μεσίας), κάτι που ήταν ανεπίτρεπτο από τους εβραίους θρησκευτικούς ηγέτες και τιμωρούνταν με λιθοβολισμό.

Ανακεφαλαιώνοντας: Tο συμπέρασμα είναι καθαρό. Ο Ιησούς και οι μαθητές του πάλευαν για κοινωνικά προβλήματα θέτοντας ως κύριο στόχο την κοινωνική επανάσταση, όπως την αντιλαμβάνονταν τότε, δηλαδή την κατάργηση της ακραίας ανισότητας και της φτώχειας με την ισότιμη διανομή του παραγόμενου πλούτου. Γι’ αυτό και αντιμετωπίζονταν από τους Ρωμαίους ως στασιαστές και επαναστάτες. Γι’ αυτό και οι πλούσιοι, όπως λέει ο Ιάκωβος, κατέστειλαν την επανάσταση αυτή πάνω στους σταυρούς του μαρτυρίου. 


 Παραπομπές



[1] Γιάννης Κορδάτος. «Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός». Τόμος Α’. Εκδόσεις Μπουκουμάνη, 1975. Σελ. 295.

[2] Ο Κορδάτος, βασιζόμενος στο ευαγγέλιο του Ιωάννη, διαφωνεί τόσο για την ηλικία του Ιησού, όσο και (κατ’ επέκταση) για το χρονικό διάστημα που διήρκησε η δημόσια δράση του Ιησού. Θεωρεί ότι ο Ιησούς άρχισε την δημόσια (αμιγώς πολιτική) δράση του στην ηλικία των 40 – 45 και αυτή διήρκησε κοντά στα 10 χρόνια. Σελ. 262-263. Βλ. Γιάννης Κορδάτος. «Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός». Τόμος Α’. Εκδόσεις Μπουκουμάνη, 1975. Θεωρώ ότι η θέση του Κορδάτου, παρότι απόλυτα λογική, παραμένει μια υπόθεση χωρίς ισχυρά ιστορικά τεκμήρια που να την στηρίζουν.  Με άλλα λόγια δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για το πόσο χρονών άρχισε την δράση του και πότε πέθανε ο Ιησούς. 

[3] Ιάκωβος ο αδελφόθεος και Ιάκωβος ο Δίκαιος κατά την χριστιανική εκκλησία. Για περισσότερες πληροφορίες: i) John Painter.“Just James: The Brother of Jesus in History and Tradition”. Εκδόσεις Columbia, SC: University of South Caroline Press, 1997. ii) Pierre-Antoine Bernheim “James, Brother of Jesus”, Εκδόσεις London: SCM Press Ltd, 1996. iii) Robert Eisenman .“James the Brother of Jesus: The Key to Unlocking the Secrets of Early Christianity and the Dead Sea Scrolls”, Viking Press, 1997.

[4] G.E.M. De Ste Croix. «Ο ταξικός αγώνας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Από την Αρχαϊκή  Εποχή έως την Αραβική Κατάκτηση». Εκδόσεις Κέδρος, 1986. Σελ. 72

[5] G.E.M. De Ste Croix. «Ο ταξικός αγώνας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Από την Αρχαϊκή  Εποχή έως την Αραβική Κατάκτηση». Εκδόσεις Κέδρος, 1986. Σελ. 532

[6] G.E.M. De Ste Croix. «Ο ταξικός αγώνας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Από την Αρχαϊκή  Εποχή έως την Αραβική Κατάκτηση». Εκδόσεις Κέδρος, 1986. Σελ. 559 – 584.

[7] Walter Scheidel. «The Great Leveler. Violence and the history of inequality from the stone age to the twenty-first century». Εκδόσεις Princeton University Press, 2017. Σελ. 71.

[8] Walter Scheidel. «The Great Leveler. Violence and the history of inequality from the stone age to the twenty-first century». Εκδόσεις Princeton University Press, 2017. Σελ. 78.

[9]  David Graeber. «Χρέος. Τα πρώτα 5000 χρόνια.». Εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες, 2013. 

[10] Michael Hudson. «The Lost Tradition Of Biblical Debt Cancellations», 1993. Ο Hudson στην εργασία του αυτή παραθέτει όλες τις γνωστές κρίσεις και διαγραφές χρέους από το 2400 π.Χ στην Μεσοποταμία μέχρι και την κλασσική αρχαιότητα στις ελληνικές πόλεις-κράτη και στην Ρώμη. Οι Καρλ Κάουτσκυ. «Η καταγωγή του Χριστιανισμού». Εκδόσεις Αναγνωστίδης, χχ. Σελ. 112-117 και Γιάννης Κορδάτος. «Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός». Τόμος Α’. Εκδόσεις Μπουκουμάνη, 1975. Σελ. 288, αναφέρονται αδρομερώς στην τοκογλυφία (η οποία ταυτίζεται με το τοκοφόρο κεφάλαιο). 

[11] David Graeber. «Χρέος. Τα πρώτα 5000 χρόνια.». Εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες, 2013. Σελ. 556

[12] Clive Beed, Cara Beed «Jesus on Lending, Debt, and Interest», Journal of Biblical Integration in  Business, Volume 17, #1

[13]  Walter Scheidel. «The Great Leveler. Violence and the history of inequality from the stone age to the twenty-first century». Εκδόσεις Princeton University Press, 2017. Σελ. 5-9, 213-254.

[14] Γιάννης Κορδάτος. «Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός». Τόμος Α’. Εκδόσεις Μπουκουμάνη, 1975. Σελ. 270-284.