Thursday 28 December 2017

Τα 5 καλύτερα βιβλία που διάβασα το 2017

Νομίζω ότι ένας από τους πιο ωραίους τρόπους να αποχαιρετήσεις το έτος (και να αξιοποιήσεις το θλιβερό κατά τα άλλα fb) είναι να μοιραστείς με τους διαδικτυακούς γνωστούς και φίλους τα πέντε καλύτερα βιβλία που διάβασες το 2017. Κατ’ αρχάς ένα τέτοιο «post» θεωρώ ότι δεν έχει ίχνος ιδιοτέλειας και ναρκισσισμού του τύπου «κοίτα πόσο ωραία περνάω με την γκόμενα ή τον γκόμενο μου στο τάδε ή το δείνα μέρος».

Επιπλέον δεν έχω σταματήσει να πιστεύω ότι το βιβλίο σου δίνει τη δυνατότητα να «συνομιλήσεις» και να εξοικειωθείς με τη σκέψη ενός συγγραφέα. Η ανάγνωση ενός βιβλίου λειτουργεί ψυχοθεραπευτικά, δίνει ελπίδα και κουράγιο. Είναι μια πνοή καθαρού αέρα μέσα στις αναθυμιάσεις της μαζικής βοθροκουλτούρας, είναι μια αχτίδα φωτός μέσα στο σκοτάδι της καθημερινότητας. Διαβάζοντας ένα βιβλίο νιώθω ότι κάποιοι στοχάζονται ακόμα, πολλές φορές κόντρα στο ρεύμα, για να δώσουν στους αναγνώστες το φως της γνώσης. Της γνώσης που αποτελεί αναγκαία, αλλά από μόνη της όχι ικανή, συνθήκη για να βελτιώσουμε τη ζωή μας σε κάθε επίπεδο. Κοντολογίς η ανάγνωση ενός βιβλίου, ειδικά στην σύγχρονη εποχή της γενικευμένης τρικυμίας εν κρανίω, του τέλους της ιστορίας μαζί με τα οράματα και τις ελπίδες για έναν καλύτερο κόσμο, αποτελεί επαναστατική πράξη.

Για να μην μακρηγορώ άλλο, παρακάτω παραθέτω τα 5 βιβλία με τυχαία σειρά και όχι προτίμησης. Υπάρχει κι ένας σύντομος σχολιασμός κάτω από το κάθε βιβλίο που εξηγεί μεταξύ άλλων γιατί το συγκεκριμένο βιβλίο συμπεριλήφθηκε στη λίστα.

1. «Η κατάργηση των μετρητών και οι συνέπειες της. Οδεύοντας προς τον ολοκληρωτικό έλεγχο.» του Norbert Haring. Εκδόσεις Λιβάνη, 2016.

Το πλέον επίκαιρο βιβλίο για την Ελλάδα των μνημονίων και των Capital Controls. Στις σελίδες του ο αναγνώστης, μεταξύ πολλών άλλων, θα βρει πολύτιμες πληροφορίες γραμμένες με κατανοητό τρόπο για τον τρόπο λειτουργίας (και την φύση του χρηματοπιστωτικού συστήματος), για το πώς δημιουργείται το χρήμα στις σύγχρονες οικονομίες, λύσεις για το πώς θα μπορούσε να μεταρρυθμιστεί το νομισματικό μας σύστημα ώστε να ευνοεί τους λαούς κι όχι το 1% των ζάμπλουτων ολιγαρχών του χρήματος, καθώς και τους λόγους που οι τράπεζες πολεμούν τα μετρητά προωθώντας το λογιστικό χρήμα στην θέση του. Αν ακόμα πιστεύετε το παραμυθάκι της «Ποσοτικής Χαλάρωσης» (QE) και δη της ανάγκης η Ελλάδα να συμμετάσχει σ’ αυτό – κυριολεκτικά- πάση θυσία, διαβάστε αυτό το βιβλίο για να απομαγευτείτε από την προπαγάνδα των ΜΜΕ.


      2. «Ουτοπία για ρεαλιστές. Πως μπορούμε να χτίσουμε τον ιδανικό κόσμο.» του Rutger Bregman. Εκδόσεις Ψυχογιός, 2017.


Best seller διεθνώς, μεταφρασμένο σε 17 γλώσσες κι ίσως ένα από τα λιγοστά βιβλία που αξίζουν ενώ κανείς μπορεί να το βρει στα βιβλιοπωλεία των αεροδρομίων. Εξαιρετική πρόζα, ανεπανάληπτη ικανότητα του συγγραφέα να κάνει κατανοητό και ενδιαφέρον ακόμα και το πιο σύνθετο θέμα, πλούσιο σε ιδέες που μπορούν και πρέπει να αποτελέσουν μέρος του πολέμου θέσεων που οφείλει να διεξάγει το σύγχρονο κίνημα επαναστατικής αλλαγής.

Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε το σημείο όπου ο συγγραφέας επικαλείται νεότερες ιστορικές έρευνες που δικαιώνουν το Σύστημα Σπίνχαμλαντ. Το Σύστημα Σπίνχαμλαντ  υπήρξε ένα κυβερνητικό μέτρο στην Αγγλία για την ανακούφιση των πάμφτωχων ώστε να ανακοπεί το κύμα της δυσαρέσκειας και να αποτραπεί έτσι η επικείμενη εξέγερση. Το σύστημα αυτό προέβλεπε την αύξηση του εισοδήματος των φτωχών και εργατικών ανδρών μέχρι το ύψος που χρειάζονταν για την επιβίωσή τους με βάση την τιμή του ψωμιού.

Πολλοί έχουν καταδικάσει το Σύστημα Σπίνχαμλαντ, από τον Μάλθους και τον Τοκβίλ, έως τον Μάρξ και τον Χάγιεκ.  Κυρίως, όμως, στο απαράμιλλο έργο «Ο Μεγάλος Μετασχηματισμός», ο Karl Polanyi αποδομεί εντελώς το Σύστημα Σπίνχαμλαντ . Πολλοί από τότε έχουν χρησιμοποιήσει το έργο του Polanyi για να απαξιώσουν την θέση για ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και να προωθήσουν την άποψη περί της αποτελεσματικότητας της αυτορυθμιζόμενης αγοράς (το οποίο σημαίνει ότι κάθε κυβερνητική παρέμβαση θα κάνει τα πράγματα χειρότερα). Ο Bregman εκμεταλλευόμενος πιο σύγχρονες ιστορικές έρευνες, επισημαίνει ότι το Σύστημα Σπίνχαμλαντ, δηλαδή η πολιτική ενός εγγυημένου ελάχιστου εισοδήματος, είχε στεφθεί με επιτυχία, παρά τα όσα του καταλογίζουν οι επικριτές του. Δεν προκάλεσε πληθυσμιακή έκρηξη, όπως φοβόταν ο Μάλθους, ούτε έκανε οκνηρούς τους εργάτες, όπως φοβόταν ο Ρικάρντο. Οι θέσεις εργασίας χάθηκαν λόγω των μηχανών που μπήκαν στην παραγωγή, η - ήδη άθλια- κατάσταση των εργαζομένων και των πολιτών χειροτέρεψε λόγω του κανόνα του Χρυσού που εισηγήθηκε κυρίως ο Ρικάρντο, το Σύστημα Σπινχαμλάντ ουσιαστικά υιοθετήθηκε σε πολλή περιορισμένη κλίμακα, και τελικά τίποτα δεν μπορούσε να ανακόψει την εξέγερση του 1830 (ίσως μάλιστα το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα να την καθυστέρησε) (σελ.97-104).

Ο Bregman δεν μένει μόνο στο εγγυημένο σ’ όλους βασικό εισόδημα. Ο αναγνώστης θα δει να παρελαύνουν στις σελίδες του βιβλίου διάφορες ιδέες, όπως το μέλλον μας σ’ έναν αυτοματοποιημένο κόσμο, η εργάσιμη εβδομάδα των 15 ωρών, βιτριολικές κριτικές αναφορικά με το ότι το σύστημα των αγορών αμείβει περισσότερο τα άχρηστα επαγγέλματα ενώ απαξιώνει τα πραγματικά χρήσιμα, και πολλά ακόμα, που στον σύγχρονο άνθρωπο ακούγονται «ουτοπικά» (με την έννοια του ανέφικτου). Ο Bregman καθιστά τις παραπάνω ιδέες με αριστοτεχνικό τρόπο απόλυτα «ρεαλιστικές» και μάλιστα αναγκαίες. Ανταποκρίνεται, συνεπώς, επάξια στο στοίχημα του τίτλου του βιβλίου («Ουτοπία για ρεαλιστές»), κάνοντας «ρεαλιστική» την «ουτοπία».

3. «Πρωτεύοντα και φιλόσοφοι. Πώς εξελίχθηκε η ηθική» του Frans De Waal. Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2015.

Στο βιβλίο αυτό, ο αναγνώστης αρχικά θα βρει ένα κείμενο του διεθνώς καταξιωμένου πρωτευοντολόγου-βιολόγου De Waal. Έπειτα υπάρχουν τα άρθρα των Ράιτ (δημοσιογράφου και συγγραφέα), Κόσγκαρντ (καθηγήτριας φιλοσοφίας), Κίτσερ (καθηγητή φιλοσοφίας) και Σίνγκερ (καθηγητή φιλοσοφίας-βιοηθικής) που σχολιάζουν τις θέσεις του De Waal, καθώς και ένα απαντητικό κείμενο του De Waal αναφορικά με τα παραπάνω σχόλια. Ίσως το βιβλίο να μην είναι το πιο εύκολο, παρότι ο De Waal προσπαθεί να απλοποιήσει όσο μπορεί το θέμα, αλλά παρ’ όλα αυτά μπαίνει επάξια στην 5αδα των καλύτερων βιβλίων που διάβασα φέτος κυρίως λόγω του ότι ο συγγραφέας καταπιάνεται μ’ ένα θέμα το οποίο, κατά τη γνώμη μου, έχει κορυφαία σημασία: Την ανθρώπινη φύση. 

Έχω πραγματικά κουραστεί να ακούω και να διαβάζω όλη τη σχετική φιλολογία περί εκ φύσεως αμιγώς εγωιστικού και ανήθικου ανθρώπου. Αυτή η μονοδιάστατη θεώρηση του ανθρώπου διαπνέει πλέον τα πάντα. Από τα εγχειρίδια μικρο-οικονομικής, στα οποία ο άνθρωπος είναι ένας Homo economicus, με μοναδικό ορίζοντα την μεγιστοποίηση της ωφέλειας (ή χρησιμότητας) του, μέχρι τις καθημερινές συζητήσεις. Όλα καταλήγουν στο ότι ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άλλο άνθρωπο (Homo homini lupus). Η σύγχρονη ακραία ατομικιστική κοινωνία είναι παγιδευμένη σε μια αυτο-εκπληρούμενη προφητεία. Όλοι πιστεύουν ότι όλοι οι υπόλοιποι κοιτάνε μόνο το τομάρι τους, είναι ανίκανοι να κάνουν φιλίες, θα τους προδώσουν, θα τους μαχαιρώσουν πισώπλατα, θα τους εκμεταλλευτούν κοκ, συνεπώς προσαρμόζουν την δική τους στάση ζωής ώστε να αμυνθούν απέναντι στην «επικείμενη προδοσία» των άλλων. Ποια είναι αυτή η στάση ζωής ; Μα ακριβώς αυτή που περιμένουν από τους συνανθρώπους τους: Ένας μακιαβελικός μηχανοραφικός, αμοραλιστικός τρόπος σκέψης και δράσης, του τύπου ο «σώσων εαυτόν σωθήτω» και «μετά από μένα το χάος». 

Ο De Waal αναμετριέται με την παραπάνω οπτική του εκ φύσεως ανήθικου ανθρώπου, προσπαθώντας να αποδομήσει την δημοφιλή μεταξύ των βιολόγων «Θεωρία του Επιχρίσματος», η οποία έλκει την καταγωγή της από τον Thomas Henry Huxley. Η θεωρία αυτή συνοψίζεται στην φράση του Ghiselin
«Ξύστε έναν “αλτρουιστή” και δείτε έναν “υποκριτή” να ματώνει». 
Η ηθική δεν είναι παρά ένας λεπτός υμένας που καλύπτει την εγωιστική, αμοραλιστική και κατ’ ουσίαν «κακή» ανθρώπινη φύση. Ο άνθρωπος, πάντα βάσει της Θεωρίας του Επιχρίσματος, είναι δυνάμει και όχι φύσει ηθικός. Όπως το έθεσε ο γνωστός βιολόγος R. Dawkins:  
«Εχουμε τη δύναμη να μην υποκύπτουμε στα εγωιστικά γονίδια που κληρονομήσαμε και αν χρειαστεί, στα εγωιστικά μιμίδια που μας προίκισε η αγωγή. Μπορούμε ακόμη να συζητήσουμε για να βρούμε τους τρόπους για τη σκόπιμη καλλιέργεια και ανάπτυξη καθαρού, ανιδιοτελούς αλτρουισμού – ενός πράγματος που δεν υπάρχει στη φύση, μιας ιδιότητας που ουδέποτε φανερώθηκε σε όλη την ιστορία του κόσμου. Έχουμε δομηθεί ως γονιδιακές μηχανές και έχουμε εκπαιδευτεί ως μιμιδικές μηχανές, έχουμε όμως τη δύναμη να στραφούμε εναντίον των δημιουργών μας. Εμείς, μόνοι πάνω στη Γη, μπορούμε να επαναστατήσουμε κατά της τυραννίας των εγωιστικών αντιγραφέων.»  (ακροτελεύτια παράγραφος στο «Το εγωιστικό γονίδιο»).

Ο De Waal, εκκινώντας από τον χώρο ειδίκευσής του, την μελέτη των πρωτευόντων, προσφέρει αρκετό εμπειρικό υλικό προκειμένου να δείξει ότι η ηθικότητα είναι βαθιά ριζωμένη στην ανθρώπινη φύση, καθότι προέκυψε φυσικά μέσω της εξέλιξης. Οι πιο κοντινοί μας συγγενείς, οι χιμπαντζήδες και οι μπονόμπο, καθώς και οι υπόλοιποι πίθηκοι, οι ουρακοτάγκοι και οι γορίλες, διαθέτουν την ικανότητα της ενσυναίσθησης. Οι μαϊμούδες επίσης (ο De Waal έχει ασχοληθεί κυρίως με τους καπουτσίνους), χωρίς να φθάνουν τα επίπεδα και την ικανότητα ενσυναίσθησης των προαναφερθέντων πιθήκων, πιθανόν λόγω απουσίας της ικανότητας «κατοπτρικής αυτοαναγνώρισης». 

Συνεπώς τα εμπειρικά δεδομένα μάλλον δείχνουν ότι η ηθική προέκυψε ως συνδυασμός της ικανότητας για «κατοπτρική αυτοαναγνώριση», δηλαδή της ικανότητας να διακρίνουμε τον εαυτό μας από τους άλλους, και των αναγκών μιας ομάδας-κοινότητας (επίλυση συγκρούσεων, μοιρασιά, συνεργασία, επιβράβευση των συμπεριφορών που στηρίζουν την κοινότητα και την συνοχή, κοκ) (σελ. 83, 103-107). Ο De Waal, προς τιμήν του, δεν χαϊδεύει αυτιά, ούτε εξωραΐζει την εικόνα του ανθρώπου όπως κάνουν διάφοροι για να δικαιολογήσουν την ιδεολογία τους. Η ηθικότητα, γράφει ο De Waal, ως φαινόμενο της «εσώ-ομάδας» έχει εξελικτικές συγγένειες με τον πόλεμο (σελ. 106). Και όπως γράφει σε άλλο του βιβλίο: «Η βιαιότητα των πολέμων μας υπερβαίνει ανησυχητικά τη “ζωώδη” βία του χιμπατζή». Παράλληλα, όμως, όταν οι ανθρώπινες σχέσεις είναι θετικές ξεπερνούν αυτές των μπονόμπο (των πιο ειρηνικών πιθήκων) («Ο Πίθηκος μέσα μας. Τα καλύτερα και τα χειρότερα της ανθρώπινης φύσης» Εκδόσεις Αιώρα, 2007, σελίδα 207).  

4. «Ο ελεύθερος χρόνος μέτρο του πλούτου. Αντί να χάνουμε τη ζωή κερδίζοντάς την» του Γιώργου Ρούση. Εκδόσεις Γκοβόστη, 2017.

Ίσως για κάποιον που έχει διαβάσει όλα τα έργα του Ρούση το συγκεκριμένο βιβλίο να μην προσθέτει κάτι στην συλλογιστική του συγγραφέα. Εξάλλου όπως γράφει κι ο ίδιος, στον πρόλογο, αυτό το βιβλίο είναι μια προσπάθεια να ειπωθεί κάτι που να μην απευθύνεται αποκλειστικά στην «αριστερή διανοουμενίστικη φάρα [του συγγραφέα]» αλλά σ’ ένα «ευρύτερο κοινό» (σελ.16). Συνεπώς καταπιάνεται με κάτι συγκεκριμένο: «Mε την δραστική μείωση του εργάσιμου χρόνου, δίχως μείωση των απολαβών και των κοινωνικών παροχών και δίχως αύξηση της εντατικοποίησης της εργασίας» (σελ.153), γράφοντας απλά (αλλά όχι απλοϊκά), ώστε το θέμα να γίνει κατανοητό και προσιτό ειδικά στους «μη μυημένους» στις κατηγορίες και στην ορολογία της μαρξιστικής θεωρίας.

Το βιβλίο είναι πλούσιο σε ιδέες. Πιο συγκεκριμένα, στο βιβλίο του Ρούση ο αναγνώστης θα βρει συγκεντρωμένες όλες τις απόψεις στοχαστών από τον Αριστοτέλη, τον Πλάτωνα, τον Ξενοφώντα, έως τον Giordano Bruno , τον Lafargue, τον Μαρξ και σύγχρονους μας, όπως ο Daniel Bensaid, αναφορικά με τον ελεύθερο χρόνο ως την πηγή της ευδαιμονίας και ως την αναγκαία προϋπόθεση για την ατομική και κοινωνική χειραφέτηση, καθώς και την θεώρηση του μισθωτού-εξαρτημένου εργάτη, ο οποίος αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο του καπιταλισμού ως μηχανή ή/και ως εξάρτημα.

Επιπλέον ο Ρούσης συνδέει θεωρητικά (μόνο χωρίς εμπειρική θεμελίωση) την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους με την εντατικοποίηση της εργασίας, ώστε να αποσπαστεί ακόμα μεγαλύτερη υπεραξία και κατ’ επέκταση κέρδη για να αντισταθμιστεί η προαναφερθείσα πτώση στο μέσο γενικό ποσοστό κέρδους.

Στέκεται επίσης στον αναγκαστικά διεθνικό χαρακτήρα που πρέπει να πάρει η δραστική μείωση των ωρών εργασίας, προτάσσοντας παράλληλα την ανάγκη για την άρση των διαφορών μεταξύ των εργαζομένων, αλλά και μεταξύ των εργαζομένων και των ανέργων, στο πλαίσιο μιας κοινής δράσης σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο ώστε να κατακτηθεί το παραπάνω (σελ.173).

Ενδιαφέρον έχει και η παρατήρηση του Ρούση ότι εντός του καπιταλιστικού πλαισίου είναι αδύνατη η πλήρης-γενικευμένη αυτοματοποίηση-ρομποτοποίηση της παραγωγής, διότι αυτό υπονομεύει την παραγωγή αξίας από την ζωντανή εργασία (τους ανθρώπους εργαζομένους), η οποία και αποτελεί τον τροφοδότη του καπιταλισμού (σελ.124). Από την θέση αυτή του Ρούση, και έχοντας πάντα ως δεδομένο ότι οι νόμοι κίνησης του συστήματος επιβάλουν την επέκταση της αυτοματοποίησης, προκύπτει λογικά το ακόλουθο συμπέρασμα: Η ανθρωπότητα βρίσκεται σ’ ένα σημείο διακλάδωσης, σ’ ένα σταυροδρόμι. Είτε θα δημιουργήσει ένα σύστημα όπου τα ρομπότ θα επιτελούν όλη την εργασία και εμείς θα ζούμε σ’ έναν κόσμο της αφθονίας, απαλλαγμένοι από την «καταναγκαστική εργασία», έχοντας άφθονο χρόνο για «ελεύθερη δραστηριότητα», είτε ο καπιταλισμός θα σαπίσει και θα δώσει την θέση του σ’ ένα νεο-φεουδαρχικό σύστημα, με τις άρχουσες τάξεις να λειτουργούν ως κληρονομικές κάστες ευγενών, περιφραγμένων σε ιδιωτικούς παραδείσους, και το 99% του πληθυσμού να ζει ως όχλος, σε κατεστραμμένα περιβάλλοντα απέραντων φαβελών. Υπάρχει βέβαια και η προοπτική του πολέμου, ως το πατροπαράδοτο «reboot» του καπιταλισμού, με απρόβλεπτες βέβαια από τη φύση του συνέπειες.

Τέλος έχει ιδιαίτερη σημασία η κριτική που ασκεί ο Ρούσης στη λογική ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, την οποία και χαρακτηρίζει ως «πιο συντηρητική από τον κλασικό ρεφορμισμό», καθώς συνάδει «μάλλον με επιχορήγηση του κεφαλαίου, παρά με απελευθέρωση από αυτό και από την εργασία» και τελικά διαμορφώνει «μια προς τα κάτω ισοπέδωση και τελικά, μια γενικευμένη φτωχοποίηση των εργαζομένων» (σελ. 168-169). Συνομιλεί έτσι με τον Bregman (χωρίς να τον αναφέρει), το βιβλίο του οποίου πρότεινα παραπάνω, στο οποίο και επιχειρηματολογεί υπέρ του προτάγματος ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Προσωπικά εκτιμώ ότι πολιτικές, όπως αυτές του εγγυημένου ελάχιστου εισοδήματος, έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τα θεμέλια του καπιταλισμού, ειδικά στην σύγχρονη εποχή της γενικευμένης λιτότητας. Αν ο καθένας μας ξεκινούσε, ανεξάρτητα αν δουλεύει ή όχι από ένα εισόδημα τέτοιο που εξασφαλίζει την επιβίωση, τότε στην αγορά εργασίας ο εργαζόμενος αποκτά διαπραγματευτική δύναμη για ένα υψηλότερο μισθό και για πιο ανθρώπινες (ήτοι λιγότερο εντατικές) συνθήκες εργασίας. Κάτι τέτοιο, μια αύξηση δηλαδή στο εργατικό κόστος (στο μοναδιαίο κόστος εργασίας), στην εποχή που η λιτότητα είναι ζωτικής σημασίας πολιτική για το κεφάλαιο, ώστε να ξεπεράσει το ακανθώδες πρόβλημα της χαμηλής κερδοφορίας του (μετρημένης ως το κλάσμα των κερδών προς τα ιστορικά κόστη των επενδύσεων), προφανώς δεν μπορεί και δεν θα γίνει – πάση θυσία-  ανεκτή από τους κεφαλαιοκράτες.

Όπως και να χει, αυτή μου η διαφωνία δεν μειώνει την συνεισφορά του βιβλίου. Ο Ρούσης για άλλη μια φορά μας οπλίζει με θεωρητικά εργαλεία και πολεμοφόδια για να κατανοήσουμε τον κόσμο, ως πρώτο βήμα στην προσπάθεια μας να τον αλλάξουμε.

5. «Εργοστασιακές επιτροπές και εργατικός έλεγχος στην Πετρούπολη το 1917» του David Mandel. Εκδόσεις Red Marks, 2017.

Συναρπαστικό βιβλίο. Το διάβασα απνευστί. Ο David Mandel με εξαιρετικό τρόπο, αξιοποιώντας τα αντίστοιχα εμπειρικά δεδομένα, δείχνει ότι οι εργαζόμενοι δεν έκαναν «σοσιαλιστικά πειράματα», δεν παρασύρονταν από την επιθετική προπαγάνδα των μπολσεβίκων, δεν επηρεάζονταν από τους αναρχικούς, δεν λειτουργούσαν βάσει ενός θεωρητικού-κοσμοθεωρητικού «μπούσουλα» , ούτε τέλος βιαζόντουσαν αδικαιολόγητα, όταν καταλάμβαναν τα εργοστάσια και έδιναν πιο ριζοσπαστικό περιεχόμενο στην έννοια του «ελέγχου» επί της παραγωγικής διαδικασίας στον χώρο δουλειάς. Όλα αυτά τα έκαναν -  και τα κάνει κάθε κίνημα «αυτοδιαχείρισης» ιστορικά -  γιατί δεν είχαν άλλη επιλογή. Ήταν μια άμυνα των εργαζομένων απέναντι στο λοκ άουτ των εργοδοτών (απεργία των εργοδοτών), στην αυθαιρεσία και στον αυταρχισμό της εργοδοσίας στην καθημερινή τους δουλειά, στα κλειστά εργοστάσια (όταν ο ιδιοκτήτης έπαιρνε το ταμείο και έφευγε στο εξωτερικό), και εν ολίγοις όταν ένιωθαν ότι οι κατακτήσεις της δημοκρατικής επανάστασης του Φλεβάρη του 1917 απειλούνταν από την αστική τάξη της Ρωσίας. Το βιβλίο περιέχει κι άλλα διδάγματα, λιγότερο ευχάριστα, και έχουν να κάνουν με τα όρια της «αυτοδιαχείρισης» ή αλλιώς ποια είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι που επιχειρούν να διαχειριστούν από κοινού, δημοκρατικά, τον χώρο δουλειάς τους. Για μια ιστορική περιοδολόγηση και ανάλυση των κινημάτων αυτοδιαχείρισης από την Κομμούνα του Παρισιού μέχρι τα κινήματα της Λατινικής Αμερικής, βλέπε και το δικό μου κείμενο με τίτλο «Αυτοδιαχείριση και Επανάσταση».    

No comments:

Post a Comment